δρυοκολάπτης
English (LSJ)
δρυοκολάπτου, ὁ, woodpecker, of which Arist. distinguishes four species, the great black, Picus martius, the green, Picus viridis, and the spotted (both greater and less). Picus major and minor, HA593a5, cf. 614b7, Str.5.4.2; = Lat. picus, D.H.1.14:—also δρυκολάπτης, Ar.Av.480,979; δρυοκόλαψ, Hsch. s.v. ἵπτα (prob. l.); δρυοκόπος, Arist.PA662b7.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ orn. pájaro carpintero Arist.Mir.831b5, Thphr.HP 9.8.6, D.H.1.14.5, Str.5.4.2, Plu.2.268f, Cyran.3.12.1, varias especies, Arist.HA 593a5, 614b7, cf. tb. δρυκολάπτης.
German (Pape)
[Seite 669] ὁ, Baumhacker, Specht; Arist. H. A. 8, 3; Strab. 5, 4, 2, wo Cas. δρυκολάπτης hat, s. d. W.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
pivert, oiseau.
Étymologie: δρῦς, κολάπτω.
Russian (Dvoretsky)
δρυοκολάπτης: ου ὁ дятел Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
δρυοκολάπτης: -ου, ὁ, «ξυλοφαγᾶς», οὗ ὁ Ἀριστ. τρία εἴδη διακρίνει (Picus viridis, P. major καί minor), Ἱ. Ζ. 8. 3, 7, πρβλ. 9. 9, 1·- ὡσαύτως δρυκολάπτης, Ἀριστοφ. Ὄρν. 480, 979, Στράβ.· παρ’ Ἡσυχ. δρυοκόλαψ· καὶ δρυοκόπος ἐν Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 1, 15.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ δρυοκολάπτης)
πτηνό που τρέφεται με έντομα και κάμπιες τις οποίες ανακαλύπτει κάτω από τον φλοιό τών δέντρων του δάσους.
Greek Monotonic
δρυοκολάπτης: -ου, ὁ (κολάπτω), τρυποκάρυδος, σε Αριστοφ.· δρυκολάπτης, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
δρυο-κολάπτης, ου, n n n κολάπτω
the woodpecker, Arist. δρυκολάπτης, in Ar.
Mantoulidis Etymological
(=ξυλοφάγος). Σύνθετο ἀπό τίς λέξεις: δρῦς + κολάπτω (=σκαλίζω). Γιά ἄλλα παράγωγα δές στή λέξη Δρυάς.