φωνασκία
Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort
English (LSJ)
ἡ, practice of the voice, declamation, D.18.280, Thphr. HP 9.9.2 (pl.), Phld.Acad.Ind. p.4 M., Sor.1.23 (pl.), Aret.CD2.6.
German (Pape)
[Seite 1322] ή, Übung der Stimme, Stimmfertigkeit, λόγων ἐπίδειξίν τινα καὶ φωνασκίας βουλόμενος ποιήσασθαι Dem. 18, 280; Übung im Singen, Theophr.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de s'exercer au chant ou à la déclamation, soin qu'on prend de sa voix en suivant un régime convenable.
Étymologie: φωνασκός.
Russian (Dvoretsky)
φωνασκία: ἡ упражнение голосовых средств, развитие голоса Dem.
Greek (Liddell-Scott)
φωνασκία: ἡ, ἄσκησις, τῆς φωνῆς, ἄσκησις εἰς ἀπαγγελίαν, Δημ. 319, 9, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 9, 2.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φωνασκῶ
νεοελλ.
πολύ δυνατή φωνή ή συζήτηση με οξεία και διαπεραστική φωνή
μσν.-αρχ.
η τέχνη άσκησης της φωνής στην απαγγελία ή στο τραγούδι.
Greek Monotonic
φωνασκία: ἡ, άσκηση της φωνής, απαγγελία, σε Δημ.
Middle Liddell
φωνασκία, ἡ,
practice of the voice, declamation, Dem.