ἐθελοκάκησις
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
[ᾰ], εως, ἡ, wilful neglect of duty, Plb.3.68.10; εἰς ἐθελοκάκησιν ἄγειν to refer a thing to malice prepense, Id.27.15.13.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 inconstancia, deslealtadcomo estratagema para la defección τῶν Κελτῶν Plb.3.68.10.
2 mala voluntad, malevolencia deliberada Plb.27.15.13.
German (Pape)
[Seite 718] ἡ, die vorsätzliche Vernachlässigung seiner Pflicht, bes. im Kriege, Pol. 3, 68, 10 u. öfter.
Russian (Dvoretsky)
ἐθελοκάκησις: εως ἡ нарушение воинского долга, измена, дезертирство Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθελοκάκησις: -εως, ἡ, ἑκούσιος ἀμέλεια τοῦ καθήκοντος, Πολύβ. 3. 68, 10· εἰς ἐθ. ἄγειν, ἀναφέρειν τι εἰς κακὴν προαίρεσιν, κακοβουλίαν, ὁ αὐτ. 27. 13, 13: - ὡσαύτως παρὰ Σουΐδ., ἐθελοκακία, ἡ.
Greek Monolingual
εθελοκάκησις, η (AM) εθελοκακώ
εκούσια παραμέληση του καθήκοντος.
Translations
inconstancy
Bulgarian: непостоянност, колебливост; Catalan: inconstància; French: inconstance; Greek: αστάθεια, μεταβλητότητα, ευμεταβλητότητα; Ancient Greek: ἁψικορία, ἀστάθεια, ἐθελοκάκησις, ἀστασία, ἀκαταστασία, ἀβεβαιότης, τὸ ἀλλοπρόσαλλον; Irish: luaineacht; Maori: hārakiraki; Middle English: unstedefastnesse; Portuguese: inconstância; Spanish: inconstancia; Tagalog: kawalang-ligo