ἔκφοβος
οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength
English (LSJ)
ἔκφοβον, affrighted, Arist.Phgn.812b29, LXX De.9.19, Ev.Marc.9.6, Plu.Fab.6.
Spanish (DGE)
-ον
asustado, aterrorizado, atemorizado οἱ ἔκφοβοι γιγνόμενοι φρίσσουσιν Arist.Phgn.812b29, καὶ ἔ. εἰμι διὰ τὴν ὀργὴν καὶ τὸν θυμὸν LXX De.9.19, (αἱ βόες) ἔκφοβοι καὶ περιαλγεῖς οὖσαι δρόμῳ Plu.Fab.6, cf. Eu.Marc.9.6.
German (Pape)
[Seite 786] voll Schrecken, erschreckt; Arist. Physiogn. 6; Plut. Fab. 6; N.T.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
épouvanté.
Étymologie: ἐκ, φόβος.
Russian (Dvoretsky)
ἔκφοβος: испуганный, охваченный страхом Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκφοβος: -ον, πεφοβημένος, πλήρης φόβου, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 41, Πλουτ. Φάβ. 6, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. θ΄, 6, Ἐπιστ. π. Ἑβρ. ιβ΄, 21 κτλ.
English (Strong)
from ἐκ and φόβος; frightened out of one's wits: sore afraid, exceedingly fear.
English (Thayer)
ἐκφοβον, stricken with fear or terror, exceedingly frightened, terrified: Aristotle, physiogn. 6 (p. 812b, 29); Plutarch, Fab. 6.)
Greek Monolingual
ἔκφοβος, -ον (Α)
γεμάτος φόβο, φοβισμένος, τρομαγμένος.
Greek Monotonic
ἔκφοβος: -ον, τρομοκρατημένος, έντρομος, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ἔκ-φοβος, ον
affrighted, NTest.
Chinese
原文音譯:œkfoboj 誒克-賀波士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:出去-懼怕的
字義溯源:嚇呆了,甚恐懼,甚懼怕;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出來)與(φόβος)=恐懼,可怕)組成;其中 (φόβος)出自(φαῦλος)Y*=在懼怕中)
出現次數:總共(2);可(1);來(1)
譯字彙編:
1) 他們甚⋯懼怕(1) 可9:6;
2) 甚恐懼(1) 來12:21