πλαδάω

From LSJ
Revision as of 22:10, 24 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die

Sophocles, Antigone, 522
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰδάω Medium diacritics: πλαδάω Low diacritics: πλαδάω Capitals: ΠΛΑΔΑΩ
Transliteration A: pladáō Transliteration B: pladaō Transliteration C: pladao Beta Code: plada/w

English (LSJ)

(πλάδη)
A to be flaccid, of the flesh, Hp.Aër.10; πῆξις πλαδῶσα, as of milk without rennet, Arist.HA516a3; οὖλα πλαδῶντα Dsc. 1.110; φλύκταιναι π. Nic.Th.241; of corn, Ph.1.179.
2 π. τὸν στόμαχον have a 'splashy' stomach, Dsc.Eup.2.9, cf.Gal.13.145.
3 metaph. of the mind, to be or become flaccid, Ph.1.441,459, 2.411:—Hsch. cites pf. part. πεπλαδηκώς· σεσηπώς, ὑγρανθείς, and impf. ἐπλάδα in causal sense = κατέδευεν.

German (Pape)

[Seite 623] naß, zu naß sein, dah. schlaff, schwammig sein od. werden, Sp.; πλαδόωσα ἄρουρα, Ap. Rh. 2, 662; bei Arist. H. A. 3, 6 steht πῆξις πλαδῶσα der στιφρά entgegen.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰδάω: влажный, текучий: ἡ πλαδῶσα πῆξις τοῦ γάλακτος Arst. текучесть, т. е. студенистость свернувшегося молока.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰδάω: (πλάδη) εἶμαι πλαδαρός, χαλαρός, χαῦνος, ἐπὶ τῆς σαρκός, Ἱππ. π. Ἀέρ. 287, 288· πῆξις πλαδῶσα, οἷον τοῦ γάλακτος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 6, 2· οὖλα πλαδῶντα Διοσκ. 1. 153· φλύκταιναι πλ. Νικ. Θηρ. 241· ἐπὶ λαχάνων, Φίλων 1. 179. 2) μεταφορ., ἐπὶ τοῦ νοῦ, εἶμαι ἢ γίνομαι ἀδρανής, χαυνοῦμαι, αὐτόθι 441. 459., 2. 411· ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει μετοχ. πρκμ. «πεπλαδηκώς, σεσηπώς, ὑγρανθείς», καὶ παρατατικ. ἐπλάδα ἐπὶ μεταβατ. σημασίας = κατέδευεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλαδάω [πλάδη] week zijn, zacht zijn.