πλαδάω
Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit
English (LSJ)
(πλάδη)
A to be flaccid, of the flesh, Hp.Aër.10; πῆξις πλαδῶσα, as of milk without rennet, Arist.HA516a3; οὖλα πλαδῶντα Dsc. 1.110; φλύκταιναι π. Nic.Th.241; of corn, Ph.1.179.
2 π. τὸν στόμαχον have a 'splashy' stomach, Dsc.Eup.2.9, cf.Gal.13.145.
3 metaph. of the mind, to be or become flaccid, Ph.1.441,459, 2.411:—Hsch. cites pf. part. πεπλαδηκώς· σεσηπώς, ὑγρανθείς, and impf. ἐπλάδα in causal sense = κατέδευεν.
German (Pape)
[Seite 623] naß, zu naß sein, dah. schlaff, schwammig sein od. werden, Sp.; πλαδόωσα ἄρουρα, Ap. Rh. 2, 662; bei Arist. H. A. 3, 6 steht πῆξις πλαδῶσα der στιφρά entgegen.
Russian (Dvoretsky)
πλᾰδάω: влажный, текучий: ἡ πλαδῶσα πῆξις τοῦ γάλακτος Arst. текучесть, т. е. студенистость свернувшегося молока.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰδάω: (πλάδη) εἶμαι πλαδαρός, χαλαρός, χαῦνος, ἐπὶ τῆς σαρκός, Ἱππ. π. Ἀέρ. 287, 288· πῆξις πλαδῶσα, οἷον τοῦ γάλακτος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 6, 2· οὖλα πλαδῶντα Διοσκ. 1. 153· φλύκταιναι πλ. Νικ. Θηρ. 241· ἐπὶ λαχάνων, Φίλων 1. 179. 2) μεταφορ., ἐπὶ τοῦ νοῦ, εἶμαι ἢ γίνομαι ἀδρανής, χαυνοῦμαι, αὐτόθι 441. 459., 2. 411· ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει μετοχ. πρκμ. «πεπλαδηκώς, σεσηπώς, ὑγρανθείς», καὶ παρατατικ. ἐπλάδα ἐπὶ μεταβατ. σημασίας = κατέδευεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλαδάω [πλάδη] week zijn, zacht zijn.