συμπλάσσω
English (LSJ)
Att. συμπλάττω, pf. -πέπλᾰκα prob.cj. in J.Ap.2.2:—
A moula or fashion together, γαίης of clay, Hes.Th.571, cf. Hermipp.41; of bees, Arist.HA628a34, GA761a7; of Prometheus, τὸν ἄνθρωπον Aristid.Or.42(6).7:—Pass., σησαμῆ ξυμπλάττεται Ar.Pax869; τῶν ἐντὸς [τῆς κνήκου].. μέλιτι συμπλασθέντων Diocl.Fr.140.
2 of speakers and writers, συνομολογοῦντες καὶ σ. by agreeing on an hypothesis and a fiction, Pl.Chrm.175d:—Med., συγγράφεσθαι καὶ συμπλάττεσθαι D.C.50.5.
3 metaph., feign or fabricate together, αἰτίας καὶ ἐγκλήματα D.36.16; σ. ἑαυτῷ ἐνύπνιον Aeschin.3.77.
German (Pape)
[Seite 987] att. -πλάττω (s. πλάσσω), zusammenformen; γαίης, aus Erde, Hes. Th. 571; σησαμῆ ξυμπλάττεται, Ar. Pax 834; Plat. Charm. 175 d; u. übertr., erdichten, αἰτίας συμπλάσας Dem. 36, 16; συμπλάσας ἑαυτῷ ἐνύπνιον, Aesch. 3, 77.
French (Bailly abrégé)
former ensemble, façonner ensemble, construire ; fig. imaginer, combiner;
Moy. συμπλάσσομαι imaginer, combiner.
Étymologie: σύν, πλάσσω.
Russian (Dvoretsky)
συμπλάσσω: атт. συμπλάττω
1 лепить Arst. σ. γαίης Hes. лепить из земли (глины); σησαμῆ ξυμπλάττεται Arph. готовится (свадебный) кунжутный пирог;
2 совместно придумывать, сочинять Aeschin., Dem.: συνομολογεῖν καὶ σ. Plat. придумывать общими усилиями.
Greek (Liddell-Scott)
συμπλάσσω: Ἀττ. -ττω, πλάττω ὁμοῦ, γαίης, ἐκ χώματος, Ἡσ. Θεογ. 571· λέγεται ἐπὶ τῶν μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, 10, π. Ζ. Γεν. 3. 10, 28. ― Παθ., σησαμῆ ξυμπλάττεται Ἀριστοφ. Εἰρ. 869. 2) ἐπὶ ῥητόρων ἢ συγγραφέων, ξυνομολογοῦντες καὶ ξ., συμφωνοῦντες εἰς ὑποθέσεις καὶ εἰς πλαστὰ πράγματα, Πλάτ. Χαρμ. 175D. ― Mέσ., συγγράφεσθαι καὶ συμπλάττεσθαι Δίων Κ. 50. 5. 3) μεταφορ., πλάττω, κατασκευάζω, ἐφευρίσκω, αἰτίας καὶ ἐγκλήματα Δημ. 949. 13· σ. τι ἑαυτῷ Αἰσχίν. 64. 34.
Greek Monolingual
και αττ. τ. συμπλάττω Α πλάσσω
1. διαπλάθω, δίνω μορφή («γαίης γὰρ σύμπλασσε περικλυτὸς Ἀμφιγυήεις παρθένῳ αἰδοίῃ ἴκελον», Ησίοδ.)
2. προσποιούμαι, υποκρίνομαι
3. (ιδίως για ρήτορες ή συγγραφείς) συμφωνώ στη δημιουργία πλαστής υπόθεσης («ὃ ἡμεῖς... ξυνομολογοῦν
τες καὶ ξυμπλάττοντες ἐτιθέμεθα σωφροσύνην εἶναι», Πλάτ.)
4. μτφ. επινοώ, εφευρίσκω.
Greek Monotonic
συμπλάσσω: Αττ. -ττω, αόρ. αʹ συνέπλᾰσα·
1. πλάθω ή διαμορφώνω μαζί· γαίης, από πηλό, σε Ησίοδ. — Παθ., σε Αριστοφ.
2. λέγεται για ρήτορες και συγγραφείς, ξυνομολογοῦντες καὶ ξυμπλάττοντες, συμφωνώντας σε μια υπόθεση ή στη μυθοπλασία, σε Πλάτ.
3. μεταφ., επινοώ ή εφευρίσκω, πλάθω μαζί, σε Δημ.
Middle Liddell
Attic -ττω aor1 συνέπλᾰσα
1. to mould or fashion together, γαίης of clay, Hes.:—Pass., Ar.
2. of speakers and writers, ξυνομολογοῦντες καὶ ξ. by agreeing on an hypothesis and a fiction, Plat.
3. metaph. to feign or fabricate together, Dem.