ἴκτις
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
English (LSJ)
ῐδος (ἰκτῖδας is f.l. in Ar.Ach.880), ἡ, the γαλῆ ἀγρία or yellow-breasted marten, Ar. l.c., Arist.HA612b10, Nic.Th.196, cf. Sch.adloc., Aret.SD1.15. (ι is prothetic, cf. κτίδεος.)
German (Pape)
[Seite 1250] ιδος, ἡ, so nach Arcad. 35 zu accentuiren, eine Wieselart; Arist. H. A. 9, 6; Nic. Th. 196; Stob. fl. 100, 22. Bei Ar. Ach. 845 steht ἰκτῖδας ἐνύδρως, was Elmsl. in ἴκτιδας ἐνυδρίας ändert.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
fouine, ou martre, animal.
Étymologie: DELG rapport prob. avec ἴκτερος, ἰκτῖνος.
Russian (Dvoretsky)
ἴκτις: ιδος и ἰκτίς, ίδος ἡ куница Arph., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἴκτῐς: ῐδος (Ἀρκ. 55, 6) καὶ ἰκτίς, ίδος, ἡ, κοινῶς «κουνάβι» (πρβλ. γαλέη), Ἀριστοφ. Ἀχ. 880. Ἀριστ. π. τὰ Α. Ἱστ. 9. 6, 11, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 196, γνωστὴ ὡσαύτως τῷ Ὁμήρ., ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ ἐπιθετ. τύπου κτίδεος ἴδε Rolleston Journ. of Anat. 2. σ. 56. (Ἡ ἐσφαλμ. γραφ. παρ’ Ἀριστοφ. (ἔνθ’ ἀνωτ.), ἰκτῖδας ἐνύδρως διορθοῦται ὑπὸ Elmsl., ἴκτῐδας, ἐνύδριας).
Greek Monolingual
ἴκτις, -ιδος, ἡ (Α) το κουνάβι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. ἴκτερος. Από τη λ. ἴκτις, -ἵδος σχηματίστηκε τ. κτίδεος, με σίγηση του αρκτικού ι-, που μαρτυρείται στην Ιλιάδα ως: κτιδέη κυνέη «περικεφαλαία από δέρμα ικτίδος»].
Greek Monotonic
ἴκτῐς: -ῐδος, ἡ, κουνάβι (πρβλ. γαλέη), Λατ. mustela, σε Αριστοφ.
Frisk Etymological English
-ιδος
Grammatical information: f.
Meaning: marten (Ar., Arist.);
Other forms: also ἰκτίς, -ίδος
Derivatives: κτίδεος (ἰκτίδεος Suid.) in κτιδέη κυνέη helmet of marten-skin (Κ 335, 458) with apocope of the first vowel (P. Maas KZ 60, 286, Leumann Hom. Wörter 53f.); artificial backformation κτίς H. s. κτιδέα.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No etymology; cf. on ἴκτερος.
Middle Liddell
ἴκτῐς, ῐδος, ἡ,
the yellow-breasted marten, the marten-cat, (cf. γαλέἠ, Lat. mustela, Ar.
Frisk Etymology German
ἴκτις: -ιδος (ἰκτίς, -ίδος)
{íktis}
Grammar: f.
Meaning: Marder (Ar., Arist., Nik.);
Derivative: davon κτίδεος (ἰκτίδεος Suid.) in κτιδέη κυνέη Helm aus Marderfell (Κ 335, 458) mit Apokope des Anlautvokals, vielleicht durch Umgliederung der Wortfuge (P. Maas KZ 60, 286, Leumann Hom. Wörter 53f.); durch künstliche Rückbildung κτίς H. s. κτιδέα.
Etymology : Ohne Etymologie; vgl. zu ἴκτερος.
Page 1,719