διδασκαλεῖον

From LSJ
Revision as of 08:04, 5 December 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ps.-Hdt.Vit.Hom." to "Ps.-Hdt, Vit.Hom.")

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐδασκᾰλεῖον Medium diacritics: διδασκαλεῖον Low diacritics: διδασκαλείον Capitals: ΔΙΔΑΣΚΑΛΕΙΟΝ
Transliteration A: didaskaleîon Transliteration B: didaskaleion Transliteration C: didaskaleion Beta Code: didaskalei=on

English (LSJ)

τό,
A teaching place, school, [S.]Fr.1120.3, Antipho 6.11, Th.7.29, prob. in Pl.Lg.764c; εἰς τὸ διδασκαλεῖον ἰέναι Aeschin.1.9; τὰ παιδία τὰ ἐκ τῶν διδασκαλείων Hyp.Eux.22; τὰ διδασκαλεῖα τῶν ῥητορικῶν Epicur.Fr.50; τὸ Σωκρατικὸν διδασκαλεῖον D.H.Dem.2.
II in plural, διδασκαλεῖα = δίδακτρα, διδασκάλια Ps.-Hdt, Vit.Hom.26.

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Grafía: graf. -ίον Aesop.306
1 escuela, lugar donde se enseña a los niños δ. παίδων Th.7.29, ἰέναι ... εἰς τὸ δ. Aeschin.1.9, cf. Hyp.Eux.22, D.18.257, Arist.Pol.1295b17, Thphr.Char.7.4, Plb.30.29.7, Plu.2.440a, Luc.Par.13, D.H.7.9, Aesop.l.c., 216, A.Al.7A.113
escuela especializada: de coros δ. ... κατεσκεύασα Antipho 6.11, de música διδασκαλείων ἐπιμεληταί Pl.Lg.764c, cf. Ath.348d, de leyes τὰ κοινὰ τῆς δικαιοσύνης διδασκαλεῖα X.Cyr.1.2.15, de retórica δ. τῶν ῥητορικῶν Epicur.Fr.[20.2] 5, cf. Paus.6.17.9, de medicina δ. Ἡροφιλείων ἰατρῶν μέγα Str.12.8.20, de doctrina teológica εἰς τὰ τῶν ἱερῶν νόμων διδασκαλεῖα φοιτήσας Ph.2.186, συνεστήσαντο θεομισῶν αἱρέσεων διδασκαλεῖα Eus.HE 4.7.3
fig. escuela, enseñanza τὸ δεῖσθαι τῶν πέλας ... μέγα δ. τῆς ἀναιδείας ἔφυ Trag.Adesp.558, τὸν θάλαμον αὐτῇ δ. εὐταξίας ... γενησόμενον Plu.2.145a, τὰ συσσίτια ... διδασκαλεῖα σωφροσύνης Plu.Lyc.12, cf. Ph.2.592, τὸ γὰρ ἔθος τῇσι χερσὶ κάλλιστον δ. γίνεται Hp.Flat.1, de filosofía ὁ δὲ Πλάτων ... συνέστησε τὸ δ. Hippol.Haer.1.18.2, ἡ μεσογεία ... τῆς Ἀττικῆς ἀγαθὸν δ. ἀνδρὶ βουλομένῳ διαλέγεσθαι Philostr.VS 553, δ. τῶν ἡρώων Aen.Gaz.Ep.17.
2 escuela, grupo en torno a un maestro τὸ Σωκρατικὸν δ. D.H.Dem.2.2, διαδεξάμενος ... αὐτὸν Μαρκίων ... ηὔξησε τὸ δ. Iren.Lugd.Haer.1.27.2.
3 plu. διδασκαλεῖα = paga por la enseñanza, recompensa por la enseñanza fig. ἀπέδωκε ... τῷ ἑαυτοῦ διδασκάλῳ τροφεῖα καὶ διδασκαλεῖα ἐν τῇ Ὀδυσσείῃ Ps.Hdt.Vit.Hom.26.

German (Pape)

[Seite 615] τό, Schule; παίδων Thuc. 7, 29; Plat. u. A.; εἰς δ. ἰέναι, Aesch. 1, 9. – Bei Sosip. Ath. IX, 378 (v. 13) wie unser Schule s. v. a. Lehre, Doktrin.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
école.
Étymologie: διδάσκαλος.

Russian (Dvoretsky)

δῐδασκᾰλεῖον: τό училище, школа Thuc., Xen., Plat., Aeschin., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

δῐδασκᾰλεῖον: τό, τόπος, ἔνθαδιδάσκαλος διδάσκει, σχολεῖον, Σοφ. Ἀποσπ. 799, Ἀντιφῶν 142. 33, Θουκ. 7. 29, Πλάτ., κτλ.· τὰ παιδία τὰ ἐκ τῶν διδασκαλείων Ὑπερείδ. Εὐξεν. 34· τὸ Σωκρατικὸν δ. Διον. Ἁλ. π. Δημ. 2· πρβλ. φοιτάω. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. = δίδακτρα, Βίος Ὁμ. 26 (γραπτ. διδασκάλια).

Greek Monotonic

δῐδασκᾰλεῖον: τό (διδάσκαλος), χώρος διδασκαλίας, σχολείο, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.