νουθέτημα
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
-ατος, τό, admonition, warning, A.Pers.830 (pl.), E.Fr.962 (pl.), Pl. Grg.525c (pl.), etc.; τἀμὰ νουθετήματα given [by you] to me, S.El. 343.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
avertissement, admonestation, remontrance.
Étymologie: νουθετέω.
German (Pape)
τό, Ermahnung; Aesch. Pers. 816; Soph. El. 1135; Eur. Phoen. 595; Plat. Gorg. 525c und Folgde, wie Plut.
Russian (Dvoretsky)
νουθέτημα: ατος τό увещевание, наставление, совет Aesch., Eur., Plat., Plut.: τἀμὰ νουθετήματα Soph. даваемые мне (тобой) советы.
Greek (Liddell-Scott)
νουθέτημα: τό, συμβουλή, παραίνεσις, Αἰσχύλ. Πέρσ. 830, Εὐρ., Πλάτ., κτλ.· ἅπαντα γάρ σοι τἀμὰ νουθετήματα κείνης διδακτά, κοὐδὲν ἐκ σαυτῆς λέγεις, ἅπαντα τὰ ὑπὸ σοῦ πρὸς ἐμὲ ἀποτεινόμενα νουθετήματα παρ’ ἐκείνης τὰ ἐδιδάχθης καὶ οὐδὲν ἰδικόν σου λέγεις, Σοφ. Ἠλ. 343.
Greek Monolingual
το (ΑΜ νουθέτημα) νουθετώ
συμβουλή, παραίνεση, νουθέτηση («ἄγαν δὲ μωραίνοντι νουθετήματα», Πλούτ.).
Greek Monotonic
νουθέτημα: -ατος, τό, παραίνεση, προειδοποίηση, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· τἀμὰνουθετήματα, νουθεσίες που δόθηκαν σε μένα, σε Σοφ.
Middle Liddell
νουθέτημα, ατος, τό, [from νουθετέω
admonition, warning, Aesch., Eur., etc.; τἀμὰ νουθετήματα given to me, Soph.