κορέω
English (LSJ)
(A),
A sweep out, δῶμα κορήσατε ποιπνύσασαι Od.20.149; τὴν αὐλὴν κόρει Eup.157; κ. τὸ παιδαγωγεῖον D.18.258.
II = ἐξυβρίζω, Hsch.: hence κεκορημένος, sens. obsc., Anacr.5.
(B) v. κορέννυμι.
French (Bailly abrégé)
1-ῶ :
nettoyer en balayant, en lavant, acc..
Étymologie: DELG étym. non établie.
2-ῶ :
fut. ion. épq. de κορέννυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κορέω vegen, schoonmaken:. δῶμα κορήσατε veegt het huis schoon Od. 20.149.
German (Pape)
fegen, reinigen; αἱ μὲν δῶμα κορήσατε Od. 20.149; τὴν αὐλήν Eupol. bei Poll. 10.29; τὰ βάθρα σπογγίζων καὶ τὸ παιδαγωγεῖον κορῶν Dem. 18.258; übertragen, κατάθου τὸ κόρημα, μὴ κόρει τὴν Ἑλλάδα, fege Griechenland nicht aus, Ar. Pax 59, was der Schol. erkl. μὴ ποίει ἔρημον οἰκητόρων διὰ τὸν πόλεμον. Vgl. ἐκκορέω.
Russian (Dvoretsky)
κορέω:
I
1 подметать, чистить (δῶμα Hom.; τὸ παιδαγωγεῖον Dem.);
2 шутл. вычищать, выметать, опустошать (τὴν Ἑλλάδα Arph.);
3 Sappho, Anacr. = βινεῖν.
II эп. fut. к κορέννυμι.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
(I)
κορέω (Α)
βλ. κορεννύω.
(II)
κορέω (Α)
1. σαρώνω, σκουπίζω, καθαρίζω («τὴν αὐλὴν κόρει», Συρ.)
2. ερημώνω, σαρώνω έναν τόπο, εξολοθρεύω τους κατοίκους («κατάθου τὸ κόρημα
μὴ 'κκόρει τὴν Ἑλλάδα» — άφησε κάτω τη σκούπα
μη σαρώνεις την Ελλάδα, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Βλ. και κόρος (ΙΙΙ).
ΠΑΡ. κόρηθρον, κόρημα
αρχ.
κόρος (ΙΙΙ).
ΣΥΝΘ. αρχ. ανακορέω, αποκορέω, εκκορέω, παρακορέω.
(III)
κορέω (Α)
(κατά τον Ησύχ.) εξυβρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ανάγεται πιθ. στο θ. κορ- του ρ. κορέννυμι. Την υπόθεση αυτή ενισχύει και η ύπαρξη της γλώσσας του Ησυχίου «κώρα
ύβρις», η οποία ανάγεται, κατά μία άποψη, στην εκτεταμένη βαθμίδα κωρ- του ίδιου θέματος, μολονότι η γνησιότητά της αμφισβητείται].
Greek Monotonic
κορέω: Ιων. μέλ. του κορέννυμι.
• κορέω: μέλ. -ήσω, σαρώνω, σκουπίζω, καθαρίζω, σε Ομήρ. Οδ.· κ.τὴν Ἑλλάδα, σαρώνω την Ελλάδα, αφανίζω τους κατοίκους, ερημώνω, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κορέω: σπείρω, σαρώνω, καθαίρω, καθαρίζω, δῶμα κορήσατε ποιπνύσασαι Ὀδ. Υ. 149· τὴν αὐλὴν κόρει Εὔπολ. ἐν «Κόλαξιν» 9 κ. τὸ παιδαγωγεῖον Δημ. 313. 12· κ. τὴν Ἑλλάδα, σαρώνω, ἀφαιρῶ τοὺς κατοίκους αὐτῆς, ἐρημώνω, Ἀριστοφ. Εἰρ. 59. ΙΙ. ἐξυβρίζω, Ἡσύχ.· ἐντεῦθεν κεκορημένος, ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Σαπφὼ 53, Ἀνακρ. 5· ὅπερ τινὲς ἀναφέρουσιν εἰς τὸ κορέννυμι, ἀλλ’ ἴδε Εὐστ. 1542. 47.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: sweep out, purify (υ 149, Com.).
Other forms: aor. κορῆσαι
Compounds: mostly with ἐκ-, rarely with ἀνα-, παρα-, ἀπο-. As 2. member in: σηκο-κόρος groom (ρ 224, Poll.), νεω-κόρος (Att.), Dor. να(ο)-κόρος warden of a temple (inscr.) with -κορέω, -ία, -ίη, -εῖον, -ιον (Att., hell.).
Derivatives: κόρημα dirt, broom (Com.), κόρηθρον broom (Luc.), also, as backformation, κόρος broom (Bion, H.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: On ζακόρος s. v. - Also κορίζω in κεκορισμένος purified (BGU 1120, 40; Ia). Iterative-intensive deverbative (Schwyzer 719) of everyday language without etymology. Vain suggestions by Hirt IF 17, 391, Prellwitz s. v., WP. 1, 462; s. Bq s. v. and W.-Hofmann s. cōlum. Cf. also κόσκινον.
Middle Liddell
fut. -ήσω
to sweep, sweep out, Od.; κ. τὴν Ἑλλάδα to sweep Greece clean, depopulate her, Ar.
Frisk Etymology German
κορέω: {koréō}
Forms: Aor. κορῆσαι, vorw.
Grammar: v.
Meaning: auskehren, fegen, säubern (υ 149, Kom. u. a.).
Composita: mit ἐκ-, vereinzelt mit ἀνα-, παρα-, ἀπο-,
Derivative: Davon κόρημα Kehricht, Besen (Kom. u. a.), κόρηθρον Besen (Luk. u. a.), auch, als Rückbildung, κόρος Besen (Bion, H.). Als Hinterglied in Zusammenbildungen: σηκοκόρος Stallknecht (ρ 224, Poll.), νεωκόρος (att. usw.), dor. να(ο)-κόρος Tempelaufseher (Inschr.) mit -κορέω, -ία, -ίη, -εῖον, -ιον (att., hell. u. spät).
Etymology: Zu ζακόρος s. bes. — Auch κορίζω in κεκορισμένος gesäubert (BGU 1120, 40; Ia). Iterativ-intensives Deverbativum (Schwyzer 719) der Alltagssprache ohne Etymologie. Vergebliche Deutungsversuche von Hirt IF 17, 391, Prellwitz s. v., WP. 1, 462; s. Bq s. v. und W.-Hofmann s. cōlum. Vgl. auch κόσκινον.
Page 1,919-920
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=σκουπίζω, καθαρίζω). Ἀπό τό κόρος (=σκούπα).
Παράγωγα: νεωκόρος (=φύλακας καί ἐπιμελητής τοῦ ναοῦ), κόρημα (=σκουπίδι, σκούπα), κόρηθρον (=σκούπα).