ἀνέλεγκτος
English (LSJ)
ἀνέλεγκτον,
A not cross-questioned, safe from being questioned, Th.5.85; ἡ γλῶττα ἀ. ἡμῖν ἔσται, ἡ δὲ φρὴν οὐκ ἀ. Pl.Tht.154d, cf. Phlb.41b.
2 not refuted, ἐᾶν τινὰ ἀ. Id.Grg.467a; ἵνα μοι καὶ ἀ. ἡ μαντεία γένοιτο irrefutable, Id.Ap.22a, cf. Ti.29b. Adv. ἀνελέγκτως, λεγόμενον irrefutably, without refutation or without reply, Plu.CG10.
3 of persons also, without trial, ἀ. διαφυγεῖν Th.6.53.
Spanish (DGE)
-ον
I de pers.
1 que no es sometido a interrogatorio judicial ἀ. διαφυγεῖν Th.6.53
•sin refutación εἰ δέ με ἐάσεις ἀνέλεγκτον Pl.Grg.467a, cf. 482b, ἡ μὲν γὰρ γλῶττα ἀνέλεγκτος ἡμῖν ἔσται, ἡ δὲ φρὴν οὐκ ἀνέλεγκτος nuestra lengua quedará sin refutación, pero no nuestro pensamiento Pl.Tht.154d, cf. Th.5.85.
2 inocente ἐὰν δέ τις ἀνέλεγκτος φανῆται, ἀπολύηται Iust.Phil.Apol.7.4, del Cordero de Dios, Origenes Io.6.58
•de la desnudez de los gimnastas irreprochable μηδὲ τοῦτον ἀνέλεγκτον αὐτοῖς εἶναι Philostr.Gym.17.
II de cosas no sometido a discusión δόγμα Pl.Phlb.41b, γνώμη D.C.52.33.4
•irrefutable μαντεία Pl.Ap.22a, ἀνελέγκτοις ... λόγοις ... καὶ ἀνικήτοις Pl.Ti.29b.
III adv. ἀνελέγκτως = sin refutación, sin investigación de un cargo contra alguien, Plu.CG 10.
German (Pape)
[Seite 221] unwiderleglich, μαντεία, λόγοι ἀν. καὶ ἀκίνητοι, Plat. Apol. 22 a Tim. 29 b; nicht widerlegt, Theaet. 154 d u. sonst; ununtersucht, τοῦτο τὸ δόγμα ἀδύνατον ἀν. γίγνεσθαι Phil. 41 b. – Adv., Plut.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non réfuté;
2 non convaincu (d'une faute);
3 irréfutable.
Étymologie: ἀ, ἐλέγχω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνέλεγκτος:
1 не подвергнутый допросу, не уличенный (αἰτιαθείς Thuc.);
2 неопровергнутый, незыблемый (γλῶττα Thuc., Plat.; φρήν Plat.): εἰ δέ με ἐάσεις ἀνέλεγκτον Plat. если ты не опровергнешь моих слов;
3 неопровержимый, непреложный (μαντεία Plat.);
4 неисследованный, непроверенный, неразобранный (δόγμα Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέλεγκτος: -ον, ἀνεξέλεγκτος, ἀνεξέταστος, ἐπαγωγὰ καὶ ἀνέλεγκτα Θουκ. 5. 85· ἡ γλῶττα ἀνέλεγκτος ἡμῖν ἔσται, ἡ δὲ φρὴν οὐκ ἀνέλεγκτος Πλάτ. Θεαίτ. 154D, πρβλ. Φίλ. 41Β. 2) ὁ μὴ ἀναιρεθείς, εἰ δέ με ἐάσεις ἀνέλεγκτον ὁ αὐτ. Γοργ. 467Δ· ἵνα μοι καὶ ἀνέλεγκτος ἡ μαντεία γένοιτο, ἀνεξέλεγκτος, τὴν ὁποίαν νὰ μὴ δύνηταί τις ν’ ἀποδείξη ψευδῆ, ὁ αὐτ. Ἀπολ. 22Α, πρβλ. Τίμ. 29Β: - Ἐπίρρ. ἀνελέγκτως λεγόμενον, ἄνευ ἀναιρέσεως ἢ ἀντιρρήσεως, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 10. 3) ἐπὶ προσ. ὡσαύτως, ὁ μὴ κατακριθείς, ἀθῳωθείς, ἀν. διαφυγεῖν Θουκ. 6. 53.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνέλεγκτος, -ον)
1. ανεξέλεγκτος, ανεξέταστος
2. εκείνος που δεν αναιρέθηκε, δεν ανασκευάστηκε ή δεν μπορεί να αναιρεθεί
3. (για πρόσωπα) εκείνος του οποίου η ενοχή δεν αποδείχθηκε δικαστικά.
Greek Monotonic
ἀνέλεγκτος: -ον (ἐλέγχω),
1. ανεξέταστος, ανεξέλεγκτος, ασφαλής από την ανάκριση, σε Θουκ.· μη κατάδικος, στον ίδ.
2. αναντίλεκτος, μη αντικρουόμενος, σε Πλάτ.· επίρρ. ἀνελέγκτως, χωρίς αντίρρηση, αναντίρρητα, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἐλέγχω
1. not cross-questioned, safe from being questioned, Thuc.: unconvicted, Thuc.
2. not refuted, irrefutable, Plat.:—adv. ἀνελέγκτως, without refutation, Plut.