φωρίδιος
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
α, ον, poet. for φώριος, stolen, AP9.348 (Leon.Alex.), Max.411, Doroth. in Cat.Cod.Astr. 6.104.
German (Pape)
[Seite 1323] poet. = φώριος, gestohlen, Leon. Al. 42 (IX, 348).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
c. φώριος.
Étymologie: φώρ.
Russian (Dvoretsky)
φωρίδιος: Anth. = φώριος 1.
Greek (Liddell-Scott)
φωρίδιος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ φώριος, κλοπιμαῖος, Ἀνθ. Παλατ. 9. 348, Μάξιμ. π. καταρχ. 411.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α
(ποιητ. τ.) φώριος, κλεμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φώρ + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. αἰφνίδιος, οἰκίδιος)].
Greek Monotonic
φωρίδιος: -α, -ον, ποιητ. αντί φώριος, κλεμμένος σε Ανθ.
Middle Liddell
φωρίδιος, η, ον [poetic for φώριος
stolen, Anth.
Translations
stolen
Arabic: مَسْرُوق; Egyptian Arabic: مسروق; Belarusian: крадзены, украдзены; Danish: stjålen, stjålet; Dutch: gestolen; Finnish: varastettu; French: volé; Georgian: მოპარული; German: gestohlen; Greek: κλεμμένος; Ancient Greek: ἁρπαγιμαῖος, ἁρπάγιμος, ἁρπακτός, ἁρπάλιμος, κλεμμάδιος, κλεψιμαῖος, κλοπαῖος, κλοπιμαῖος, συλήσιος, ὑφαρπάγιμος, φωρίδιος, φώριος; Hungarian: ellopott; Italian: rubato; Japanese: 盗まれた; Macedonian: украден; Marathi: चोरलेले, चोरलेला, चोरलेली; Norwegian Bokmål: stjålen; Polish: ukradziony; Portuguese: roubado, furtado; Rapa Nui: hakananai'a; Russian: краденный, украденный, ворованный; Spanish: robado; Swedish: stulen; Tagalog: nakaw; Turkish: çalıntı, çalınmış; Ukrainian: крадений, украдений