κατῆλιψ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ῐφος, ἡ, variously expld. as ladder, roof-beam, upper story, etc. in Ar.Ra.566, cf. Sch.ad loc., Poll.7.123, Hsch.; also used by Luc.Lex.8.
German (Pape)
[Seite 1400] ιφος, ἡ, das obere Geschoß des Hauses, Ar. Ran. 566, Schol. ἡ μέσοδμος, VLL. erkl. τὴν μέσην στέγην, Andere erkl. τὴν κλίμακα, vgl. Luc. Lex. 8. Die Ableitung ist dunkel, gew. führt man es auf ἦλιψ, Schuh, Sockel, zurück, vgl. Choerob. in B. A. 1200 u. Lob. Paralipp. 290.
French (Bailly abrégé)
ιφος (ἡ) :
grenier ou combles d'une maison.
Étymologie: κατά, ἦλιψ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατῆλιψ -ιφος, ἡ vliering.
Russian (Dvoretsky)
κατῆλιψ: ῐφος ἡ верхний этаж или чердак Arph., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
κατῆλιψ: ῐφος, ἡ, Δωρικ. κατᾶλιψ, τὸ ἄνω πάτωμα οἰκίας, Ἀριστοφ. Βάτρ. 566· ἕτεροι λαμβάνουσι τὴν λέξιν ὡς σημαίνουσαν κλίμακα (ὡς φαίνεται ὅτι δέον νὰ ἐκληφθῇ ἐν Λουκ. Λεξιφ. 8)· ἕτεροι δὲ ὡς σημαίνουσαν τὴν στέγην. (Δύσκολος εἶνε ἡ συσχέτισις τῆς λέξεως πρὸς τὸ ἦλιψ, πέδιλον, ἴδε Λοβ. Παραλ. 290, ὁ Ἡσύχ. ἔχει «ἄλιψ ἢ ἆλιψ· πέτρα»).
Greek Monolingual
κατῆλιψ, -ιφος, δωρ. τ. κατᾱλιψ, ἡ (Α)
1. σκάλα, κλίμακα («ἐπὶ τὴν κατήλιφα ἀναρριχησάμενος», Λουκιαν.)
2. το άνω πάτωμα οικίας
3. η σκάλα ή το δοκάρι που υποβαστάζει την οροφή
4. (κατά τον Ησύχ.) «μεσόδμη, μεσότοιχον, δοκὸς ἡ ὑποβαστάζουσα τὸν ὄροφον
οἱ δὲ ἰκρίωμα τὸ ἐν τῷ οἴκῳ ὅ καὶ βέλτιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται μορφολογικά με τους τ. ἄλιψ, αἰγίλιψ.
Greek Monotonic
κατῆλιψ: -ιφος, ἡ, το άνω πάτωμα του σπιτιού, στέγη ή σκάλα, σε Αριστοφ. (αμφίβ. προελ.).
Frisk Etymological English
-ιφος
Grammatical information: f.
Meaning: meaning unknown, perhaps ladder, roof-beam, upper story (Ar. Ra. 566). = ἰκρίωμα H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: For the formation one compares αἰγίλιψ, ἄλιψ; further unexplained.
Middle Liddell
κατ-ῆλιψ, ῐφος, ἡ,
the upper story of a house, or a stair-case or ladder, Ar. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
κατῆλιψ: -ιφος
{katē̃lips}
Grammar: f.
Meaning: Bed. unbekannt, etwa Gebälk, Dachsparren, oberes Stockwerk (Ar. Ra. 566).
Etymology: Zur Bildung vgl. αἰγίλιψ, ἄλιψ; sonst unerklärt.
Page 1,801