ἀμιγής

Revision as of 08:43, 30 January 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἀμιγές, (μίγνυμι)
A unmixed, pure, ἡδοναί Arist.EN1173a23; ἀμιγὴς καὶ καθαρός, of νοῦς, Id.Metaph.989b15; τὰ ἐλάχιστα καὶ ἀμιγὴ πέρατα τῶν μηκῶν, of geometrical points, Epicur.Ep.1p.17U.: c. gen., εἰλικρινῶς Ἕλληνες καὶ ἀμιγεῖς βαρβάρων Pl.Mx.245d; ἀ. πρὸς ἄλληλα Id.Plt.265e; ἀ. τινί Aret.CD2.3, Jul.Or.2.70b. Adv. ἀμιγῶς = without mixing, purely Iamb.Myst.1.9, Herm. ap.Stob.1.49.68; also ἀμιγί Hdn.Epim.254.
II virgin, Sch.E. Or.108.
III ἀμιγεῖς βίβλοι = rolls containing a single author, opp. συμμιγεῖς, Tz.Proll.Ar.

Spanish (DGE)

-ές
I 1puro, no mezclado, sin mezcla de abstr. (αἱ ἡδοναί) αἳ μὲν ἀμιγεῖς αἳ δὲ μικταί Arist.EN 1173a23, ὁ νοῦς Arist.Metaph.989b15, Alex.Aphr.in Metaph.69.13, καθαρὰ φέρεται καὶ ἀ. ἡ ὀσμή Thphr.CP 6.17.1, τὰ σχήματα ... ἀκριβέστερα καὶ ἀμιγέστερα Thphr.Sens.73, ἀκρότητες Ph.1.285, Ptol.Iudic.5.16, κρίματα Ptol.Iudic.16.5, χαρά Plu.2.1091e, c. gen. ἀμιγῆ παντὸς ψεύδους Plb.38.4.8
de líquidos ἀμιγὲς τῇ θαλάττῃ ... τὸ πότιμον ὕδωρ Str.6.2.4, ἄκρατος οἶνος ἀμιγὴς πρὸς ὕδωρ Poll.6.23, αἷμα ... ἀ. ἑτέρης οὐσίης Aret.SA 2.2.4, cf. SD 2.7.4, tb. del éter ἀ. αἰθήρ Plu.2.430d
de pers. διὰ τὸ εἰλικρινῶς εἶναι Ἕλληνας καὶ ἀμιγεῖς βαρβάρων Pl.Mx.245d
virgen, que no ha tenido relaciones sexuales παρθένος δέ ἐστιν ἥ τε ἀ. καὶ ἡ ἄρτι ἡβῶσα Sch.E.Or.108
de monedas de metal puro, sin aleación ὥστε τὸ ἀργυροῦν νόμισμα, ἀμιγὲς καὶ καθαρὸν γινόμενον ... χαλκῷ προσμίξαι D.C.Epit.8.26.14
de libros que no contienen miscelánea de autores, de un solo autor op. συμμιγεῖς: (βίβλων) ἀμιγῶν δὲ καὶ ἁπλῶν μυριάδες ἐννέα Tz.Prol.Com.p.19
subst. τὸν ... ἥλιον ἐν διαυγεῖ καὶ ἀμιγεῖ κινεῖσθαι que el sol se mueve en una región clara y no turbada D.L.9.10.
2 separado, diferente ὥσπερ οὖν ἐναντίαι αἱ προθέσεις, οὕτως ἀμιγὴς ἡ μετάστασις Isid.Pel.Ep.M.78.296B.
II no mezclable, que no puede tener relaciones con, que trasciende toda relación τὸ δ' ἀγαθὸν ἀμιγές ἐστι τοῖς φαύλοις Arist.MM 1204a38, (οἱ θεοί) ἀμιγεῖς Procl.Inst.126
que no procrea con otra especie del ganado excepto los équidos ἀμιγὲς γένει πρὸς ἄλληλα Pl.Plt.265e.
III adv. ἀμιγῶς = sin mezcla ἀμιγῶς πάρεστι τῷ ἀέρι τὸ φῶς Iambl.Myst.1.9, ῥέουσι γὰρ δι' αὐτοῦ ἀμιγῶς ... ὡς δι' ἐλαίου ὕδωρ Corp.Herm.Fr.25.10.

German (Pape)

[Seite 124] ές, unvermischt, rein, ἡδοναί Arist. Eth. Nic. 10, 3, 2; βαρβάρων, nicht mit den B. vermischt, Plat. Menex. 245 d; ἀμ. γένει πρὸς ἄλληλα, das Geschlecht nicht mit einander vermischend, Polit. 265 e; τοῦ φαύλου Luc. Gymn. 25; ἑτέρων χρωμάτων Bis acc. 8; Arist. τοῖς φαύλοις ἀμιγές.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
sans mélange, pur.
Étymologie: , μίγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἀμῐγής:
1 беспримесный, чистый (ἡδονή Arst.): ἀ. τινος Plat., Plut., Luc. без примеси чего-л.;
2 несмешивающийся или несмешанный (πρός τι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμῐγής: -ές, (μίγνυμι) ἄμικτος, μὴ μεμιγμένος, καθαρός, ἡδοναὶ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 3, 2· ἀμ. τι καὶ καθαρόν, ὁ αὐτ. Μεταφ. 1. 8: μετ. γεν. πράγμ., ὁ μὴ ἀναμεγιγμένος μέ τι πρᾶγμα, Πλάτ. Μενέξ. 245D· οὕτως ἀμ. πρὸς ἄλληλα ὁ αὐτ. Πολιτ. 265Ε· ἀμ. τινὶ Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Νόσ. 2. 3. Ἐπιρρ. -γῶς, καὶ (καθ’ Ἡρωδιαν. Ἐπιμ. 254) -γί.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀμιγής)
αυτός που δεν περιέχει ξένα στοιχεία, άμικτος, ανόθευτος, καθαρός
μσν.
παρθενικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + -μιγής < ἐμίγην μ(ε)ίγνυμι].

Greek Monotonic

ἀμῐγής: -ές (μίγνυμι), μη αναμεμειγμένος, καθαρός, αγνός, ανόθευτος, σε Αριστ.

Middle Liddell

μίγνυμι
unmixed, pure, Arist.