φλογόομαι

From LSJ
Revision as of 12:52, 1 February 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar

Menander, Monostichoi, 335

Middle Liddell

φλογόομαι, φλόξ, Pass. to blaze, Theophr.

Greek Monotonic

φλογόομαι: (φλόξ), Παθ., καίγομαι, φλέγομαι, σε Θεόκρ.

Greek Monolingual

φλογῶ, φλογόω, ΝΜΑ φλόξ, φλογός
βάζω φωτιά, καίω
νεοελλ.
1. πυρακτώνω
2. (αμτβ.) αναδίδω φλόγες
3. μτφ. παθαίνω έξαψη, ανάβω (α. «φλόγωσε το πρόσωπο του από την οργή» β. «όταν τον πιάνει αλλεργία, φλογώνει»)
μσν.-αρχ.
παθ. φλογοῦμαι, φλογόομαι
καίγομαι
αρχ.
παθ. μτφ. μέ καίει έντονο ερωτικό πάθος.