κοίτος
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
Greek Monolingual
κοῑτος, ὁ (Α)
1. τόπος για κατάκλιση, κοίτη, κλίνη, κρεβάτι («ὄφρα Ποσειδάωνι... σπείσαντες κοίτοιο μεδώμεθα», Ομ. Οδ.)
2. (για πτηνά) μέρος για κούρνιασμα
3. μάντρα, στάβλος
4. ύπνος («αὐτάρ ἐπήν νύξ ἔλθη ἕλῃσί τε κοῑτος ἅπαντας», Ομ. Οδ.)
5. η ανάπαυση που έρχεται με τον ύπνο («καὶ ἐπ' ἠῶ κοῑτον ὥρῃ ἐν ἀμήτου», Ησίοδ.)
6. φρ. α) «κοῑτον ἰαύω» — κοιμάμαι
β) «κοῑτον ποιοῦμαι» ή «ἐς κοῖτον πάρειμι» — κατακλίνομαι, πέφτω στο κρεβάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κοι- (ετεροιωμένη βαθμίδα koi- της αρχικής ΙΕ ρίζας kei- «κείμαι», απ' όπου και το κεῖμαι) + κατάλ. -τος (πρβλ. πλούτος, φόρτος)].