ισόμοιρος

From LSJ
Revision as of 14:43, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νέμεσις προλέγει τῷ πήχεϊ τῷ τε χαλινῷ μήτ' ἄμετρόν τι ποιεῖν μήτ' ἀχάλινα λέγειν → Nemesis warns us by her cubit-rule and bridle neither to do anything without measure nor to be unbridled in our speech

Source

Greek Monolingual

-η -ο (Α ἰσόμοιρος, -ον)
αυτός που έχει ίσο μερίδιο σε κάτι ή αυτός που συμμετέχει σε κάτι εξίσου με άλλους
αρχ.
1. ισοδύναμος
2. αστρολ. αυτός που κατέχει ίση θέση, που ασκεί την ίδια επίδραση σε αντιστοιχία με άλλον
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόμοιρον
η ισομοιρία.
επίρρ...
ἰσομοίρως (ΑΜ)
με ισομοιρία, κατ' ισομοιρίαν, κατά ισομερή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. ηπιό-μοιρος, κακό-μοιρος].