συννάσσω
English (LSJ)
pack tight together, συννάξαντες IIdt.7.60 (Reiske for συνάξ-, v.l. συνάψω):—Pass., παγαῖς συνεναγμένον (sic).. ὕδωρ prob. in Supp.Epigr.7.13.7 (Susa, i A.D.).
French (Bailly abrégé)
ao. part. συννάξαντες;
presser ensemble.
Étymologie: σύν, νάσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συννάσσω [σύν, νάσσω] samenproppen. Hdt. 7.60.2.
German (Pape)
(νάσσω), dicht zusammendrücken, -stopfen, συναγαγόντες μυριάδα ἀνθρώπων καὶ συννάξαντες ταύτην, Her. 7.60, nach Schweigh. Conj. für συνάξαντες.
Russian (Dvoretsky)
συννάσσω: (только aor.) сбивать в кучу, скучивать: συννάξαντες μυριάδα ἀνθρώπων Her. поставив плотно друг к другу десять тысяч человек.
Greek (Liddell-Scott)
συννάσσω: μέλλ. -ξω, νάσσω ὁμοῦ, συμπιέζω πυκνῶς, συναγαγόντες εἰς ἕνα χῶρον μυριάδα ἀνθρώπων καὶ συννάξαντες ταύτην ὡς μάλιστα εἶχον περιέγραψαν ἔξωθεν κύκλον, καὶ συσφίγξαντες αὐτοὺς ὅσον πολὺ ἠδύναντο περιεχάραξαν ἔξωθεν κύκλον, Ἡρόδ. 7. 60, ἐκ διορθώσεως τοῦ Rei?ke ἀντὶ συνάξαντες.
Greek Monolingual
Α
συμπιέζω, συμπυκνώνω (α. «συναγαγόντες εἰς ἕνα χῶρον μυριάδα ἀνθρώπων καὶ συννάξαντες ταύτην περιέγραψαν ἔξωθεν κύκλον», Ηρόδ.
β. «πηγαῖς... συνεναγμένον ὕδωρ», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + νάσσω «πιέζω, συνθλίβω»].
Greek Monotonic
συννάσσω: μέλ. -ξω, συμπιέζω σφιχτά, με δύναμη, σε Ηρόδ.