υποβαίνω
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
Greek Monolingual
ΜΑ βαίνω
(με γεν.) είμαι υποδεέστερος, είμαι κατώτερος (α. «τὰ ὑπ' αὐτοῦ [ενν. τοῦ Χριστοῦ] γεγονότα, ὑποβεβηκότα δὲ τὴν αὑτοῦ θεότητα», Επιφάν.
β. «oἱ [ενν. θνητοί] τῶν ἡρώων ὑποβαίνουσι», Ιεροκλ.)
αρχ.
1. στέκομαι από κάτω, στηρίζω («τὸ ὑποβαινόμενον σκέλος» — το πόδι στο οποίο στηρίζεται το βάρος του σώματος, Ιπποκρ.)
2. χρησιμεύω ως βάση, ως στήριγμα («αἱ υποβεβηκυῑαι ἀρχαί», Σέξτ. Εμπ.)
3. περιέχομαι («τῇ σαφηνείᾳ ὑποβέβηκε τὸ καθαρὸν καὶ εὐκρινές», Ερμογ.)
4. (για την παλίρροια) κατεβαίνω, κατέρχομαι
5. υποχωρώ, τραβιέμαι προς τα πίσω («ὑπέβη εἰς τοὐπίσω», Ηλιόδ.)
6. είμαι κατώτερος, είμαι χαμηλότερος («τεσσεράκοντα πόδας ὑποβὰς τὴς ἑτέρης [πυραμίδος] τὠυτὸ μέγαθος» — πηγαίνοντας σαράντα πόδια πιο κάτω, χτίζοντας σαράντα πόδια χαμηλοτέρα, Ηρόδ.)
7. ελαττώνομαι, μειώνομαι («καθάπερ ὑποβέβηκεν ἑκάστῳ τὸ τίμημα», Πλάτ.)
8. (η μτχ. ενεστ. ή αορ. ως επίρρ.) ὁ ὑποβαίνων και ὁ ὑποβάς
(για βιβλίο) στη συνέχεια, παρακάτω, λίγο πιο κάτω (α. «ὑποβαίνων ὀρεῖ», Ερμογ.
β. «μικρὸν ὑποβάς», Παρθ.)
9. (η μτχ. παρακμ.) υποβεβηκώς, -υῑα, -ός
α) αυτός που περιέχεται σε κάποιον άλλο, που βρίσκεται σε σχέση είδους προς γένος («ὑποβεβηκυῖαι ἰδέαι», Ερμογ.)
β) (για αριθμούς) μικρότερος στην ίδια κλίμακα
10. φρ. α) «ὑποβαίνω αὐχήματος» — πέφτω χαμηλότερα, περιορίζεται ο εγωισμός μου (Διον. Αλ.)
β) «ὑποβαίνω τῆς εὐδαιμονίας» — χάνω την ευτυχία μου (Ιώσ.)
γ) «ὑποβαίνω τι πρὸς τὰ ἄλλα» — φτάνω σε λεπτομέρειες (Θεοφρ.).