ἀνάστροφος

Revision as of 19:00, 9 February 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἀνάστροφον, = ἀναστρόφιος (inverse), Papp.828.17 (s.v.l.); adv. ἀναστρόφως = inversely.

Spanish (DGE)

-ον
1 mat. recíproco Papp.828.17.
2 adv. ἀναστρόφως = inversamente, al revés Chrysipp.Stoic.2.71, Iambl.VP 118.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάστροφος, -ον) αναστρέφω
1. αντίστροφος, ανάποδος, αντίξοος
2. επίρρ. ανάστροφα
αντίστροφα, ανάποδα, παρά προσδοκία
3. το θηλ. ως ουσ. η ανάστροφη
ράπισμα με τη ράχη του χεριού, μπάτσος.

Translations