σχαλίδωμα

From LSJ
Revision as of 14:19, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχᾰλίδωμα Medium diacritics: σχαλίδωμα Low diacritics: σχαλίδωμα Capitals: ΣΧΑΛΙΔΩΜΑ
Transliteration A: schalídōma Transliteration B: schalidōma Transliteration C: schalidoma Beta Code: sxali/dwma

English (LSJ)

[ῐ], ατος, τό, forked prop or stay, Poll.5.19,31.

German (Pape)

[Seite 1053] τό, die als Stütze untergestellte Gabel, Poll. 5, 19. 31.

Greek (Liddell-Scott)

σχαλίδωμα: [ῐ], τό, ξύλον ὀρθὸν ἐξ ἄκρου διττόν, ἴδε σχαλίς, Πολυδ. Ε΄, 19 καὶ 31.

Greek Monolingual

-ώματος, τὸ, Α
διχαλωτό τεμάχιο ξύλου που χρησιμοποιούσαν ως υποστήριγμα, η σχαλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επεκταμένος τ. < σχαλίς, -ίδος + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πέπλ-ωμα: πέπλος, πλεύρ-ωμα: πλευρά)].