ἀναληπτρίς

From LSJ
Revision as of 14:20, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

και ἅμα ἐλευθέραν καὶ εὐδοξοτάτην πόλιν διὰ παντὸς νεμόμεθα και δύναται μάλιστα σωφροσύνη ἔμφρων τοῦτ᾿ εἶναι → Just remember, we're a people with a long-standing reputation for freedom, a people held in the highest honor. Slowness to act can be nothing more than a mark of clear-headed self-control (Spartan King Archidamus)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναληπτρίς Medium diacritics: ἀναληπτρίς Low diacritics: αναληπτρίς Capitals: ΑΝΑΛΗΠΤΡΙΣ
Transliteration A: analēptrís Transliteration B: analēptris Transliteration C: analiptris Beta Code: a)nalhptri/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, suspensory bandage, Gal.18(1).323; analemptris, = στρόφιον, prob.l. in Ov.AA3.273.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
• Alolema(s): ἀναλημπτρίς Sor.Fasc.41, 42
medic. vendaje que sujeta Gal.18(1).823, Sor.ll.cc., Hippiatr.50.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναληπτρίς: -ίδος, ἡ, ταινίαἀνάδεσμος πρὸς ἀνάρτησιν πράγματός τινος ἢ πάσχοντος μέλους τοῦ σώματος, «φασκιά», Γαλην., «τὴν Σωστράτου στηθοδεσμίδα τὴν ὀρθίαν μετὰ τῶν ἀναληπτρίδων» Γαλην. τόμ 12, σ. 496 (18. 2, σ. 223L.).

Greek Monolingual

ἀναληπτρίς (-ίδος), η (Α) ἀναλαμβάνω
(στην Ιατρ.) επίδεσμος ή ιμάντας για την ανάρτηση μέλους του σώματος, φασκιά.