ἑταιρίς
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, = ἑταίρα, v.l. in X.HG5.4.6, cf. Ph.1.40, AP6.208 (Antip. Thess.); περὶ τῶν Ἀθήνησι Ἑ., title of several works, Ath.13.567a:—not good Att., acc. to Thom.Mag.p.129R.
German (Pape)
[Seite 1047] ίδος, ἡ, eigtl. dim. zu ἑταίρα, in derselben Bdtg, Xen. Hell. 5, 4, 6 u. Sp.; Ath. XIII, 567 a; nach Thom. Mag. nicht attisch.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
courtisane.
Étymologie: dim. de ἑταίρα.
Russian (Dvoretsky)
ἑταιρίς: ίδος ἡ Xen. demin. к ἑταίρα 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἑταιρίς: -ίδος, ἡ = ἑταίρα, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 6, Ἀθήν. 567Α, Ἀνθ. Π. 6. 208: - κατὰ τὸν Θωμᾶν Μάγιστρον 357 «ἑταίρα Ἀττικοί, οὐχ ἑταιρίς».
Greek Monolingual
ἑταιρίς, ἡ (Α) εταίρα
η εταίρα («εἰσήγαγε τὰς ἑταιρίδας καὶ ἐκάθιζε παρ' ἑκάστῳ», Ξεν.).
Greek Monotonic
ἑταιρίς: -ίδος, ἡ, = ἑταίρα, σε Ξεν.