βροτολοιγός
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
βροτολοιγόν, plague of man, bane of men, Ἄρης Il.5.31, al., Od.8.115; of Apollo, Epigr.Gr.1034.29; once in Trag., A.Supp. 665 (lyr.); ἔρως AP5.179 (Mel.).
Spanish (DGE)
-όν
funesto para los mortales epít. de Ares Il.5.31, Od.8.115, Hes.Sc.333, Tyrt.1.47, A.Supp.665, Sch.D.T.234.14, Corn.ND 21, de Eros AP 5.180 (Mel.), 12.37 (Diosc.), de Eris, Timo SHell.795, cóm. de un pederasta o fellator Ar.Fr.969.
German (Pape)
[Seite 465] Menschen verderbend, tödtend, Ares, oft in Il. u. Od. 8, 115; Aesch. Suppl. 665; ἔρως Mel. 50; Diosc. 1 (V, 180 XII, 37).
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
funeste aux mortels.
Étymologie: βροτός, λοιγός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βροτολοιγός -όν βροτός, λοιγός die stervelingen vernietigt.
Russian (Dvoretsky)
βροτολοιγός: губящий людей (Ἄρης Hom., Hes., Aesch.: Ἔρως Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
βροτολοιγός: -όν, ὀλέθριος, φθορὰ τῶν ἀνθρώπων, ἐπίθ. τοῦ Ἄρεως, Ὀδ. Θ. 115, καὶ συχν. ἐν Ἰλ., ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος ἐν Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 1034. 29· ― ἅπαξ παρὰ Τραγ., Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 665· ἔρως Ἀνθ. II. 5. 180.
English (Autenrieth)
man-destroying; epithet of warriors and of Arcs.
Greek Monolingual
βροτολοιγός, -όν (Α)
ο ολέθριος για τους θνητούς, εκείνος που αφανίζει ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός + λοιγός «καταστροφή, φθορά»].
Greek Monotonic
βροτολοιγός: -όν, ολέθριος, η μάστιγα των ανθρώπων, λέγεται για τον Άρη, σε Όμηρ.