ἐγέρσιμος

From LSJ
Revision as of 11:42, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγέρσῐμος Medium diacritics: ἐγέρσιμος Low diacritics: εγέρσιμος Capitals: ΕΓΕΡΣΙΜΟΣ
Transliteration A: egérsimos Transliteration B: egersimos Transliteration C: egersimos Beta Code: e)ge/rsimos

English (LSJ)

ἐγέρσιμον, from which one wakes, ὕπνος, opp. the sleep of death, Theoc.24.7.

Spanish (DGE)

(ἐγέρσῐμος) -ον
de lo que uno se despierta o levanta γλυκερὸν καὶ ἐγέρσιμον ὕπνον Theoc.24.7, ἐγέρσιμον ὕπνον de la muerte de Cristo, Nonn.Par.Eu.Io.20.9, cf. 21.14
subst. ne tu ... desipis admodumque perspicui operis ἐγέρσιμον noscens, creperum satis Mart.Cap.1.2, cf. 9.911.

German (Pape)

[Seite 703] ον, erweckbar, ὕπνος, woraus man wieder erwacht, Gegensatz des Todtenschlafes, Theocr. 24, 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont on peut se réveiller.
Étymologie: ἐγείρω.

Russian (Dvoretsky)

ἐγέρσῐμος: за которым следует пробуждение, небеспробудный (ὕπνος Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐγέρσῐμος: -ον, ἐξ οὗ τις ἐγείρεται, ὕπνος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ὕπνον τοῦ θανάτου, Θεόκρ. 24.7· οὕτω καὶ ἐγερτός, ἐγερτὸς πᾶς ὕπνος Ἀριστ. π. Ὕμν. 1.12.

Greek Monolingual

ἐγέρσιμος, -ον (AM)
«ἐγέρσιμος ὕπνος» — ο ύπνος από τον οποίο σηκώνεται, ξυπνάει κανείς (σε αντίθεση με τον ύπνο του θανάτου).

Greek Monotonic

ἐγέρσῐμος: -ον, αυτός από τον οποίο μπορεί κάποιος να ξυπνήσει, ὕπνοςἐγ., αντίθ. προς τον ύπνο του θανάτου, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

from which one wakes, ὕπνος ἐγ., opp. to the sleep of death, Theocr. [from ἔγερσις