Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀντιπολεμέω

From LSJ
Revision as of 11:45, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπολεμέω Medium diacritics: ἀντιπολεμέω Low diacritics: αντιπολεμέω Capitals: ΑΝΤΙΠΟΛΕΜΕΩ
Transliteration A: antipoleméō Transliteration B: antipolemeō Transliteration C: antipolemeo Beta Code: a)ntipoleme/w

English (LSJ)

wage war against, Th.3.39: c. dat., Pl.Criti.112e, X.Cyr.7.2.24: c. acc., LXX Is.41.12:—Pass., to be warred against, D.C.38.40.

Spanish (DGE)

ir a la guerra contra abs. εἰ καθ' αὑτοὺς δύναμιν κτώμενοι ἀντεπολέμησαν Th.3.39, cf. 1.23
c. dat. τὰ δὲ δὴ τῶν ἀντιπολεμησάντων αὐτοῖς Pl.Criti.112e, ὅτι σοὶ ἀντιπολεμεῖν ἱκανὸς ᾤμην εἶναι X.Cyr.7.2.24, αὐτῷ Plu.Fluu.1.6
c. ac. οὐκ ἔσονται οἱ ἀντιπολεμοῦντες σε LXX Is.41.12, en v. pas. ἀντιπολεμεῖσθαι ἤρξαντο (los cartagineses) empezaron a ser atacados a su vez D.C.38.40.6.

German (Pape)

[Seite 259] dagegen kämpfen, kriegen, Thuc. 1, 23; Plat. Critia 112 e, τινί, es mit Einem im Kriege aufnehmen, Xen. Cyr. 7, 2, 24.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire la guerre contre.
Étymologie: ἀντιπόλεμος.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιπολεμέω: вести (ответную) войну, воевать против (Thuc.; τινι Xen., Plat., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπολεμέω: πολεμῶ ἐναντίον τινός, καί τοι δεινότερόν ἐστιν ἢ εἰ καθ’ αὑτοὺς δύναμιν κτώμενοι ἀντεπολέμησαν Θουκ. 3. 39· μετὰ δοτ., Πλάτ. Κριτί. 112Ε, Ξεν. Κύρ. 7. 2, 24· μετ’ αἰτ., Ἑβδ. (Ἡσ. μα΄, 12): ― Παθ., πολεμοῦμαι ὑπὸ τοῦ πολεμηθέντος ὑπ’ ἐμοῦ, ἐπειδὴ δὲ ἀντιπολεμεῖσθαι ἤρξαντο Δίων Κ. 38. 40.

Greek Monotonic

ἀντιπολεμέω: μέλ. -ήσω, υποκινώ πόλεμο εναντίον άλλων, σε Θουκ. κ.λπ.· με δοτ., σε Ξεν.

Middle Liddell

to urge war against others, Thuc., etc.; c. dat., Xen.