ἀποδρύπτω

From LSJ
Revision as of 11:45, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γοῦν κυνικὸς Μένιππος ἁλμοπότιν τὴν Μύνδον φησίν (Athenaios 1.34e) → At any rate the Cynic (satirist) Menippus says that Myndus is a brine-drinking town.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδρύπτω Medium diacritics: ἀποδρύπτω Low diacritics: αποδρύπτω Capitals: ΑΠΟΔΡΥΠΤΩ
Transliteration A: apodrýptō Transliteration B: apodryptō Transliteration C: apodrypto Beta Code: a)podru/ptw

English (LSJ)

aor. 1 ἀπέδρυψα: aor. 2 ἀπέδρῠφον:—tear off the skin, lacerate, μή μιν ἀποδρύφοι ἑλκυστάζων Il.23.187; μή σε νέοι διὰ δώματ' ἐρύσσωσ'.. ἀποδρύψωσί τε πάντα Od.17.480; σάρκας ὀνύχεσσι Theoc. 25.267:—Pass., ἀπὸ χειρῶν ῥινοὶ ἀπέδρυφθεν Od.5.435, cf. 426; ἀποδρυφθῆναι χαλάζη AP11.365 (Agath.):—Med., scrape oneself, grow thin, dub. in Alciphr.3.51.

French (Bailly abrégé)

f. ἀποδρύψω, ao. ἀπέδρυψα, Pass. ao. ἀπεδρύφθην;
arracher, déchirer.
Étymologie: ἀπό, δρύπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδρύπτω: эп. тж. ἀποδρύφω
1 сцарапывать, сдирать (σάρκας ὀνύχεσσι Theocr.);
2 растерзывать (τινά Hom.);
3 уничтожать (ἀποδρυφθῆναι χαλάζῃ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδρύπτω: μέλλ. -ψω: ἀόρ. α΄, ἀπέδρυψα: ἀόρ. β΄, ἀπέδρῠφον: - ἀποσπῶ τὸ δέρμα, σπαράττω, «ξεγδέρνω· μή μιν ἀποδρύφοι ἑλκυστάζων, «ἵνα μὴ ἑλκόμενον (τὸ σῶμα τοῦ Ἕκτορος) ὑπ’ Ἀχιλλέως ἀποξέοιτο» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. Ω. 21· μή σε νέοι διὰ δώματ’ ἐρύσσωσ’..., ἀποδρύψωσί τε πάντα, «ἀποδείρωσιν» (Σχόλ.), Ὀδ. Ρ. 480· σάρκας ὀνύχεσσι Θεόκρ. 25. 267: - Παθ., ἀπὸ χειρῶν ῥινοὶ ἀπέδρυφεν Ὀδ. Ε. 435· ἐξ οὗ ἐν 426 ὁ Οὐόλφιος διορθώνει: ἔνθα κ’ ἀπὸ ῥινοὺς δρύφθη, ἤθελε γδαρθῇ, (ἀντί: ἔνθ’ ἀπὸ ῥινός τε δρ.)· ἀποδρυφθῆναι χαλάζῃ Ἀνθ. ΙΙ. 11. 365: - Μέσ. ἀποξέω ἐμαυτόν, γίνομαι ἰσχνός, ἀμφίβ. ἐν Ἀλκίφρ. 3. 51.

Greek Monolingual

ἀποδρύπτω (Α) δρύπτω
αφαιρώ το δέρμα από το σώμα, γδέρνω.

Greek Monotonic

ἀποδρύπτω: μέλ. -ψω, αόρ. αʹ ἀπέδρυψα, αόρ. βʹ ἀπέδρῠφον· ξεσχίζω το δέρμα, κατασπαράζω, κατακομματιάζω, σε Όμηρ. — Παθ., λέγεται για το δέρμα, σπαράζομαι, κομματιάζομαι, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

to tear off the skin, lacerate, Hom.:—Pass., of the skin, to be torn off, Od.