οὐκ
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
v. οὐ G.
French (Bailly abrégé)
v. οὐ.
German (Pape)
s. οὐ.
Russian (Dvoretsky)
οὐκ: (перед гласным и в конце предложения) = οὐ.
Greek (Liddell-Scott)
οὐκ: ἴδε οὐ ἐν ἀρχῇ καὶ Β. 1.
English (Autenrieth)
see οὐ.
Greek Monotonic
οὐκ: αντί οὐ, πριν από ψιλόπνοο φωνήεν, και στην Ιων. αντί οὐχπριν από δασύπνοο φωνήεν.
Middle Liddell
I. so not, not then, surely not, Hom.
II. in questions, οὔκ ἄρ' ἔμελλες οὐδὲ θανὼν λήσεσθαι χόλου; so not even in death canst thou forget thine anger? Od.