κίχρημι

From LSJ
Revision as of 22:09, 6 March 2024 by Spiros (talk | contribs)

πανταχόθεν ἐρανίζεσθαι τὴν ἡδονήν → cull pleasure from every side, cull pleasure from every source

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίχρημι Medium diacritics: κίχρημι Low diacritics: κίχρημι Capitals: ΚΙΧΡΗΜΙ
Transliteration A: kíchrēmi Transliteration B: kichrēmi Transliteration C: kichrimi Beta Code: ki/xrhmi

English (LSJ)

lend:—Med., κίχραμαι borrow, v. χράω:—Subst. κίχρησις, εως, ἡ, Tz.H.12.303.

German (Pape)

[Seite 1444] (χράω), fut. χρήσω, leihen, borgen; χρῆσόν γε νῦν ἡμῖν ξυρόν Ar. Th. 219; τινί τι, Her. 3, 58; ἀργύριον αὐτῷ χρῆσαι οὐκ ἠθέλησεν Plat. Demodoc. 384 e; προσδεηθεὶς ἀργυρίου, προσελθὼν τῷ πατρὶ ἐκέλευσε χρῆσαι χιλίας Dem. 49, 6; darleihen, τῶν κτημάτων σοι τῶν ἐμῶν κίχρημι ὅ τι βούλει 53, 12; κιχράς Plut. Pomp. 29. – Med. sich leihen; Antiphan. B. A. 116, 11; Plut. u. Sp., die auch κιχράω sagen, Lob. zu Phryn. 402. Vgl. χράω.

French (Bailly abrégé)

f. χρήσω, ao. ἔχρησα, pf. κέχρηκα;
prêter : τί τινι, qch à qqn;
Moy. κίχραμαι (impf. ἐκιχράμην, ao. ἐχρησάμην) emprunter.
Étymologie: R. Χρα, avec redoubl. ; cf. χράω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κίχρημι [~ χρή] act. in gebruik geven, uitlenen, met dat.: τοὔνομα κ. zijn naam lenen aan Plut. Pomp. 29.4. med. lenen, te leen krijgen:. παρὰ τῶν γνωρίμων... κίχρησθαι van zijn kennissen lenen Thphr. Char. 30.20.

Russian (Dvoretsky)

κίχρημι: (fut. χρήσω, aor. ἔχρησα, pf. κέχρηκα; med.: praes. κίχραμαι, impf. ἐκιχράμην, aor. ἐχρησάμην с ᾰ) одалживать, давать в долг (τινί τι Her., Arph., Plat., Dem., Plut.); med. просить или брать в долг (τι παρά τινος Plut. и τί τινι Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

κίχρημι: δανείζω, μέσ. κίχραμαι, δανείζομαι, ἴδε χράω Β· ― οὐσιαστ. κίχρησις, εως, ἡ, Τζέτζ. Ἱστ. 12. 303.

Greek Monolingual

κιχρῶ, κιχράω (AM, Α και κίχρημι)
1. δανείζω («τῶν δε κτημάτων σοι τῶν ἐμῶν κίχρημι ὅ, τι βούλει», Δημοσθ.)
2. αφιερώνω, προσφέρωκἀγὼ κιχρῶ αὐτὸν τῷ κυρίῳ πάσας τὰς ἡμέρας ἅς ζῇ αὐτός», ΠΔ)
αρχ.
διακηρύσσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κί-χρη-μι παράγεται από το χρή με ενεστωτικό αναδιπλασιασμό και κλίση κατά τα αθέματα σε -μι. Από το κίχρημι, με μεταπλασμό κατά τα -άω / -, προέκυψε το κιχρῶ].

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: borrow, midd. borrow from (D., Plu.)
Other forms: κιχρέτω etc. Delph. IVa, ἐσκιχρέμεν inf. Thess. IIIa; also κίνχρητι gives an oracle Cret. IIa), midd.. κίχραμαι (Thphr., Plu., AP), aor. χρῆσαι, χρήσασθαι and fut. χρήσω, -ομαι (IA.), perf. κέχρηκα (hell.), -ημαι (D.),
Compounds: rarely with prefix δια-, ἐπι-, ἐσ-,
Derivatives: κίχρησις (Tz.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Like δίδημι to δῆσαι, δήσω (s. 1. δέω) the forms κίχρημι, κίχραμαι arose as innovations to χρῆσαι, χρήσω, χρήσασθαι, χρήσομαι. We must start from midd. χρήσασθαι prop. use, to which a factitive active χρῆσαι give to use = borrow was created; later χρήσασθαι also = borrow from. S. χρη.

Middle Liddell

to lend.

Frisk Etymology German

κίχρημι: {kíkhrēmi}
Forms: (D., Plu.; κιχρέτω usw. delph. IVa, ἐσκιχρέμεν Inf. thess. IIIa; außerdem κίνχρητι gibt ein Orakel kret. IIa), Med. κίχραμαι (Thphr., Plu., AP), Aor. χρῆσαι, χρήσασθαι und Fut. χρήσω, -ομαι (ion. att.), Perf. κέχρηκα (hell.), -ημαι (D.),
Grammar: v.
Meaning: ausleihen, Med. entleihen.
Composita: vereinzelt mit Präfix δια-, ἐπι-, ἐσ-,
Derivative: Davon κίχρησις (Tz.).
Etymology: Wie δίδημι zu δῆσαι, δήσω (s. 1. δέω) entstanden κίχρημι, κίχραμαι als Neubildungen zu χρῆσαι, χρήσω, χρήσασθαι, χρήσομαι. Auszugehen ist dabei vom Medium χρήσασθαι eig. in Gebrauch nehmen, wozu ein faktitives Aktivum χρῆσαι zum Gebrauch geben = ausleihen geschaffen wurde; danach χρήσασθαι auch = entleihen. S. χρή, wo auch Lit.
Page 1,862

Chinese

原文音譯:cr£w 赫拉哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:用
字義溯源:借*,請借給;或源自(χράομαι)=對待*,供應)
同源字:1) (φαρμακεία / φάρμακον)借 2) (φάρμακος)債務人
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 請借給(1) 路11:5

Mantoulidis Etymological

(=δανείζω). Μέσ. κίχραμαι (=δανείζομαι). Θέμα χρη+ ἐνεστ. ἀναδιπλ. χι → χί-χρη-μι = κίχρημι.
Παράγωγα: χρήστης (=αὐτός πού δανείζει, γεν. πληθ. τῶν χρήστων ὅπως: τῶν ἐτησίων), κίχρησις (=δάνεισμα).