μεγαλοφρονέω

From LSJ
Revision as of 18:34, 16 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοφρονέω Medium diacritics: μεγαλοφρονέω Low diacritics: μεγαλοφρονέω Capitals: ΜΕΓΑΛΟΦΡΟΝΕΩ
Transliteration A: megalophronéō Transliteration B: megalophroneō Transliteration C: megalofroneo Beta Code: megalofrone/w

English (LSJ)

A to be high-minded, μ. ἐφ' ἑαυτῷ to be confident in oneself, X.HG 6.2.39; πρὸς τὰς ἀνάγκας LXX 4 Ma.6.24; to be generous, D.C.43.21, al.:—Med., display high spirit, περὶ τῆς ἡγεμονίας J.AJ19.3.1.
II in bad sense, to be arrogant, Plu.Dio40, al.:—in Med., Pl.R. 528c; ἐπί τινι D.C.43.14; τινι Philostr.VA8.5; πρός τινα… ὡς… ib.1.39.

German (Pape)

[Seite 108] groß gesinnt sein, hohen Sinn haben, gew. tadelnd, stolz, übermütig sein; ἐφ' ἑαυτῷ, Xen. Hell. 6, 2, 39; Pol. 35, 3, 4; τινί, D. Hal. 8, 83; Luc. bis accus. 28 u. a. Sp. Auch med., οὐκ ἂν πείθοιντο οἱ περὶ ταῦτα ζητητικοὶ μεγαλοφρονούμενοι, Plat. Rep. VII, 528 b; Sp., wie D. Cass.

French (Bailly abrégé)

μεγαλοφρονῶ :
être fier, orgueilleux, s'enorgueillir;
Moy. μεγαλοφρονέομαι, μεγαλοφρονοῦμαι être arrogant.
Étymologie: μεγαλόφρων.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλοφρονέω: (тж. μ. ἐφ᾽ ἑαυτῷ Xen.) быть высокомерным, гордым Polyb., Plut.: μεγαλοφρονούμενος Plat. из высокомерия.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοφρονέω: φρονῶ μεγάλα, μεγαλοφρονοῦντος (νῦν μέγα φρονοῦντος) ἐφ᾿ ἑαυτῷ, ἔχοντος μεγάλην πεποίθησιν εἰς ἑαυτόν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 39· τινὶ Διον. Ἁλ. 8. 83. ― Μέσ., ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὑπερηφανεύομαι, Πλάτ. Πολ. 528Β.

Greek Monotonic

μεγᾰλοφρονέω: έχω ευγενές φρόνημα, μεγαλοφρονῶ ἐφ' ἑαυτῷ, έχω αυτοπεποίθηση, σε Ξεν. — Μέσ., με αρνητική σημασία, είμαι αλαζόνας, σε Πλάτ.

Middle Liddell

μεγᾰλοφρονέω,
to be high-minded, μ. ἐφ' ἑαυτῷ to be confident in oneself, Xen.:—Mid., in bad sense, to be arrogant, Plat. [from μεγαλόφρων