στρεφεδινέω

From LSJ
Revision as of 18:37, 16 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρεφεδῑνέω Medium diacritics: στρεφεδινέω Low diacritics: στρεφεδινέω Capitals: ΣΤΡΕΦΕΔΙΝΕΩ
Transliteration A: strephedinéō Transliteration B: strephedineō Transliteration C: strefedineo Beta Code: strefedine/w

English (LSJ)

A spin, whirl round:—Pass., spin round and round, στρεφεδίνηθεν δέ οἱ ὄσσε, of one stunned by a blow, Il.16.792.
II intr. in Act., spin, whirl round, Q.S.13.7. Cf. στροφοδινέομαι.

German (Pape)

[Seite 953] im Wirbel drehen od. wenden, u. pass. sich im Wirbel drehen, kreisen, ὄσσε οἱ στρεφεδίνηθεν, für ἐστρεφεδινήθησαν, die Augen wurden ihm schwindlig, Il. 16, 792. – Auch intrans., sich im Wirbel, int Kreise drehen, Qu. Sm. 13, 7.

French (Bailly abrégé)

στρεφεδινῶ :
faire tourner ; Pass. (3ᵉ pl. ao. épq. στρεφεδίνηθεν) tournoyer.
Étymologie: στρέφω, δινέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρεφεδινέω [στρέφω, δινέω] pass. in het rond draaien (van ogen).

Russian (Dvoretsky)

στρεφεδῑνέω: кружить, вращать: στρεφεδίνηθεν (aor. pass. = ἐστρεφεδινήθησαν) οἱ ὄσσε Hom. закружилось у него в глазах.

Greek Monotonic

στρεφεδῑνέω: μέλ. -ήσω, περιδινίζω ή περιστρέφω κάτι — Παθ., ὄσσε οἱ στρεφεδίνηθεν (αντί -νήθησαν), τα μάτια του περιστρέφονταν ολόγυρα, λέγεται για άνθρωπο που έχει ζαλιστεί από χτύπημα στον αυχένα, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

στρεφεδῑνέω: περιστρέφω τι, περιδινῶ. -Παθ., περιστρέφω ὁλόγυρα, ὄσσε οἱ στρεφεδίνηθεν (ἀντὶ -νήθησαν), περιεστρέφοντο ὁλόγυρα, ἐπὶ ἀνθρώπου ζαλισθέντος ἐκ κτυπήματος ἐπὶ τοῦ αὐχένος, Ἰλ. Π. 792. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., περιδινῶ, στρηφογυρίζω, κλώθω, Κόϊντ. Σμ. 13. 6. -Πρβλ. στροφοδινέομαι.

Middle Liddell

στρεφε-δῑνέω, fut. -ήσω
to spin or whirl something round: Pass., ὄσσε οἱ στρεφεδίνηθεν (for -νήθησαν) his eyes span round, of one stunned by a blow on the nape of the neck, Il.