ἀπομετρέω

From LSJ
Revision as of 18:45, 16 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπομετρέω Medium diacritics: ἀπομετρέω Low diacritics: απομετρέω Capitals: ΑΠΟΜΕΤΡΕΩ
Transliteration A: apometréō Transliteration B: apometreō Transliteration C: apometreo Beta Code: a)pometre/w

English (LSJ)

fut. Med.
A -ήσομαι IG7.3073.77 (Lebad.):—measure off or out, θριγκούς l.c.; δακτυλίους μεδίμνοις Luc.DMort.12.2:—Med., μεδίμνῳ ἀπομετρήσασθαι τὸ ἀργύριον X.HG3.2.27:—Pass., to be measured off, Plb. 6.27.2, Str.2.1.27.
II measure out, distribute, X.Oec.10.10; σῖτόν τινι J.AJ2.5.7, cf. Ath.Med. ap. Orib.inc. 5.6.

Spanish (DGE)

1 medir θριγκούς IG 7.3073.77 (Lebadea), cf. TEracl.2.18 (IV a.C.), IG 11(2).161A.78 (Delos III a.C.), δακτυλίους μεδίμνοις Luc.DMort.25.2
en v. pas. ἀπομετρεῖται τετράγωνος τόπος Plb.6.27.2, cf. Str.2.1.27, μεδίμνῳ ... τὸ ἀργύριον X.HG 3.2.27
comprobar midiendo ἀρτάβας τῶν πυρῶν SB 8033.20 (II a.C.), cf. BGU 1996.13 (III a.C.).
2 abs. distribuir los alimentos παραστῆναι ... ἀπομετρούσῃ τῇ ταμίᾳ X.Oec.10.10, σῖτον ... ἑκάστοις I.AI 2.90.
3 pagar en especie τὴν ὄλυραν PHib.50.6 (III a.C.).

German (Pape)

[Seite 315] abmessen, τοὺς δακτυλίους μεδίμνοις ἀπομετρῆσαι Luc. D. Mort. 12, 2; med., μεδίμνῳ ἀπομετρήσασθαι τὸ ἀργύριον Xen. Hell. 3, 2, 20; nach dem Maße vertheilen, Oec. 10, 10 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ἀπομετρῶ :
mesurer des parts, acc..
Étymologie: ἀπό, μετρέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπομετρέω: отмеривать (τοὺς δακτυλίους μεδίμνοις Luc.; ἀπομετρεῖται τετράγωνος τόπος Polyb.; med. μεδίμνῳ τὸ ἀργύριον Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπομετρέω: μέλλ. -ήσω, μετρῶ, καὶ τοσούτους ἀπέκτεινα μιᾶς ἡμέρας, ὥστε τοὺς δακτυλίους αὑτῶν τοῖς μεδίμνοις ἀπομετρῆσαι Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 12. 2: - Μέσ., μεδίμνῳ ἀπομετήσασθαι τὸ ἀργύριον Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 21: - Παθ., μετροῦμαι ἀπό τινος, τεθείσης δὲ τῆς σημαίας... ἀπομετρεῑται πέριξ τῆς σημαίας τετράγωνος τόπος κτλ., Πολύβ. 6. 27. 2. ΙΙ. μετρῶ ἀπό τινος πράγματος καὶ δίδω, ἐπισκέψασθαι δὲ καὶ σιτοποιόν, παραστῆναι καὶ ἀπομετρούσῃ τῇ ταμίᾳ Ξεν. Οἰκ. 10. 10.

Greek Monotonic

ἀπομετρέω: μέλ. —ήσω, μετρώ, σταθμίζω, σε Λουκ. — Μέσ., σε Ξεν.

Middle Liddell

to measure out, Luc.:—Mid., Xen.