πιδακώδης

From LSJ
Revision as of 11:21, 19 March 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῑδᾰκώδης Medium diacritics: πιδακώδης Low diacritics: πιδακώδης Capitals: ΠΙΔΑΚΩΔΗΣ
Transliteration A: pidakṓdēs Transliteration B: pidakōdēs Transliteration C: pidakodis Beta Code: pidakw/dhs

English (LSJ)

πιδακῶδες, full of springs, τόποι Plu.Aem.14; πιδακώδης σάρξ, of a woman's breasts, Id.2.496a.

German (Pape)

[Seite 612] ες, quellenreich; τόποι, Plut. Aemil. 14; σάρξ, das quellige, an Saftgefäßen reiche Fleisch der Brust, de amor. prol. 3.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
1 rempli de sources;
2 fécond, fertile.
Étymologie: πῖδαξ, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πιδακώδης -ες [πῖδαξ] rijk aan bronnen.

Russian (Dvoretsky)

πῑδᾰκώδης:
1 богатый источниками, многоводный (τόποι τῆς γῆς Plut.);
2 богатый влагой, сочный (σάρξ Plut.).

Greek Monolingual

-ες, Α
πῖδαξ, πίδακος
1. πιδακόεις, γεμάτος από πηγές («πιδακώδεις τόποι τῆς γῆς», Πλούτ.)
2. φρ. «πιδακώδης σάρξ»
(για τους μαστούς της γυναίκας) σάρκα που αναβλύζει το γάλα σαν πηγή (Πλούτ.).

Greek Monotonic

πῑδᾰκώδης: -ες (εἶδος), αυτός που είναι γεμάτος με πίδακες ή πηγές, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

πῑδᾰκώδης: -ες, (εἶδος) πλήρης πιδάκων ἢ πηγῶν, τόποι Πλουτ. Αἰμίλ. 14· π. σάρξ, ἐπὶ τῶν μαστῶν γυναικός, ὁ αὐτ. 2. 496Α.

Middle Liddell

πῑδᾰκ-ώδης, ες εἶδος
full of springs, Plut.