προκαταστρέφω

From LSJ
Revision as of 22:11, 21 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (elru replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν → all mortals have by nature an insatiable appetite for success, our mortal state with bliss is never satiate, success is something for which humanity is insatiatable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκαταστρέφω Medium diacritics: προκαταστρέφω Low diacritics: προκαταστρέφω Capitals: ΠΡΟΚΑΤΑΣΤΡΕΦΩ
Transliteration A: prokatastréphō Transliteration B: prokatastrephō Transliteration C: prokatastrefo Beta Code: prokatastre/fw

English (LSJ)

A subdue, overthrow beforehand, J.BJ4.7.3 (Med.).
II (sc. τὸν βίον) die first, Phld.Herc. 1041.8, D.L.2.138: metaph., π. εἰς.. stop short at... Epicur.Sent.25.

German (Pape)

[Seite 729] vorher od. zu früh umwenden, bes. sc. βίον, das Leben zu früh endigen, zu früh sterben, D. L. 2, 138.

Russian (Dvoretsky)

προκαταστρέφω: (sc. βίον) раньше (кого-л.) умирать Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

προκαταστρέφω: καταστρέφω προηγουμένως, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 7, 3. ΙΙ. προκαταστρέφω (δηλ. τὸν βίον), προαποθνήσκω, ὁ μέν τοι Ἀσκληπιάδης προκατέστρεψεν ἐν Ἐρετρίᾳ γηραιὸς ἤδη ὁ αὐτ. 2. 138· ― ἐντεῖθεν προκαταστροφή, ἡ, θάνατος πρότερος τοῦ θανάτου ἄλλων, ὁ αὐτ. 10. 154. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ. 584-586, 630.

Greek Monolingual

Α
1. ανατρέπω, αναποδογυρίζω προηγουμένως
2. καταστρέφω, αφανίζω
3. φρ. α) «προκαταστρέφω τὸν βίον» — πεθαίνω πρόωρα
β) μτφ. «προκαταστρέφω εἴς τι» — σταματώ, διακόπτω εκ τών προτέρων.