Κρής
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ὁ, gen. Κρητός, mostly in plural Κρῆτες, ῶν, Cretan, Il.2.645, etc.: prov., ὁ Κρὴς τὸν πόντον (sc. ἀγνοεῖ), of those who feign ignorance, Alcm.115, cf. Str.10.4.17:—fem. Κρῆσσα, ης, Sapph.54: in plural, title of play by Aeschylus: as adjective, Cretan, Κρῆτα τρόπον Simon. 31; Κρὴς ταῦρος Apollod.2.5.7; μητρὸς… Κρήσσης S.Aj.1295:—regul. Adj. Κρήσιος, α, ον, Id.Tr.119, E.Hipp.372 (both lyr.), Limen.39, etc.:—more freq. Κρητικός, ή, όν (q.v.).
French (Bailly abrégé)
ητός;
adj. m.
de Crète, Crétois ; οἱ Κρῆτες, les Crétois ; ◊ prov. πρὸς Κρῆτα ou πρὸς Κρῆτας κρητίζειν PLUT mentir comme un Crétois avec un Crétois, càd mentir à qui mieux mieux, à menteur menteur et demi ; ◊ prov. ὁ Κρὴς τὸν πόντον (ἀγνοεῖ) c'est l'hôpital qui se moque de la charité.
Étymologie:.
Russian (Dvoretsky)
Κρής: ητός adj. m критский Aesch. etc.
ητός ὁ (dat. pl. Κρησί - эп. Κρήτεσσι) критянин Hom. etc.: πρὸς Κρῆτα(ς) κρητίζειν погов. Polyb., Plut. лгать, как критянин критянину, т. е. обманывать обманщика.
Greek (Liddell-Scott)
Κρής: ὁ, γεν. Κρητός, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Κρῆτες, ῶν, ἐκ Κρήτης καταγόμενοι, κάτοικοι τῆς Κρήτης, κοινῶς Κρητικός, Ὅμ., κτλ.· θηλ. Κρῆσσα, ης, Αἰσχύλ. (δρᾶμά τι αὐτοῦ ἐκαλεῖτο Κρῆσσαι)· ‒ ὡσαύτως ὡς ἐπίθετ., Κρητικός, Κρῆτα τρόπον (Bgk Κρήταν) Σιμων. 38· Κρὴς ταῦρος Ἀπολλόδ. 2. 5, 7· μητρός… Κρήσσης Σοφ. Αἴ. 1295· ‒ ἀλλ᾿ ὁμαλ. ἐπίθ. Κρήσιος, -α, -ον, Σοφ. Σοφ. Τρ. 118, Εὐρ. Ἱππ. 372, κτλ.· ἢ συνηθέστερον Κρητικός, ή, όν, ὃ ἴδε.
English (Autenrieth)
pl. Κρῆτες: the Cretans, inhabitants of Crete.
English (Slater)
Κρής pro subs.,
1 a Cretan Κρῆτες τοξοφόροι (P. 5.41) λόγον ἄνακτος Εὐξαντίου ἐπαίνεσα [Κρητ]ῶν μαιομένων ὃς ἀνα[ίνετο] αὐταρχεῖν (Pae. 4.36) ἐλαφρὸν ὄρχημ' οἶδα ποδῶν μειγνύμεν· Κρῆτα μὲν καλέοντι τρόπον (v.l. Κρήταν) *fr. 107b. 2.*
English (Strong)
from Κρήτη; a Cretan, i.e. inhabitant of Crete: Crete, Cretian.
English (Thayer)
ὁ, plural Κρῆτες, a Cretan, an inhabitant of the island of Crete: Titus 1:12 (cf. Farrar, St. Paul, 2:534).
Greek Monolingual
κρῆς, τὸ (Α)
(δωρ. τ.) κρέας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < κρέας, με συναίρεση].
ο (AM Κρής, -ητός, θηλ. Κρήσσα)
ο κάτοικος της Κρήτης ή αυτός που κατάγεται από αυτήν, Κρητικός
αρχ.
1. (το θηλ. στον πληθ.) Κρήσσαι
τίτλος δράματος του Αισχύλου
2. παροιμ. «ὁ Κρὴς τὸν πόντον (ἀγνοεῖ)» — λέγεται για εκείνους που υποκρίνονται ότι αγνοούν κάτι που το ξέρουν καλά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πιθ. < Κρητ-ς, με απλοποίηση, < θ. Κρητ- του τ. Κρήτη
το θηλ. Κρήσσα < Κρητ-yα (πρβλ. μέλισσα < μέλιτ-yα). Ο τ. Κρης απαντά ήδη στη μυκηναϊκή με τη μορφή Ke-re].
Greek Monotonic
Κρής: ὁ, γεν. Κρητός, πληθ. Κρῆτες, -ῶν,
I. Κρητικός, σε Όμηρ. κ.λπ.· θηλ. Κρῆσσα, -ης, σε Αισχύλ.
II. ως επίθ., Κρητικός, σε Σοφ.· επίσης Κρήσιος, -α, -ον, στον ίδ., Ευρ.
Middle Liddell
Κρής, οῦ,
I. a Cretan, Hom., etc.; fem. Κρῆσσα, ης, Aesch.
II. as adj. Cretan, Soph.; also Κρήσιος, η, ον, Soph., Eur.
Chinese
原文音譯:Kr»j 克累士
詞類次數:專有名詞(2)
原文字根:革哩底人
字義溯源:革哩底人;源自(Κρήτη)=革哩底,島名,意為肉體的)。保羅給提多的信中,說到革哩底人常說謊話,乃是惡獸,又饞又懶( 多1:12)
出現次數:總共(2);徒(1);多(1)
譯字彙編:
1) 革哩底人(2) 徒2:11; 多1:12