ἀνακέλαδος
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
English (LSJ)
ὁ, loud shout or din, dub.l. in E.Or.185, where Sch. uses the Verb ἀνακελαδέω.
German (Pape)
[Seite 191] ὁ, das Auflärmen, Eur. Or. 182, ch.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
bruit retentissant.
Étymologie: ἀνά, κέλαδος.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακέλᾰδος: ὁ, ἰσχυρὰ κραυγὴ ἢ κρότος, ἦχος, Εὐρ. Ὀρ. 185, ἔνθα ὁ Σχολ. μεταχειρίζεται τὸ ῥῆμα ἀνακελαδέω.
Greek Monolingual
ἀνακέλαδος, ο (Α)
δυνατή κραυγή, έντονος θόρυβος, οχλοβοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- επιτ. + κέλαδος «φωνή, βοή, κραυγή»].
Greek Monotonic
ἀνακέλᾰδος: ὁ, δυνατή κραυγή ή κρότος, σε Ευρ.