ἐκχώννυμαι
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
Middle Liddell
perf. -κέχωσμαι aor1 ἐξεχώσθην
Pass. to be raised on a bank or be raised on a mound, Hdt.
French (Bailly abrégé)
1 ἐκχώννυμαι = s'exhausser en parl. du sol;
2 être construit sur un terrain d'alluvion;
3 être comblé par des terres d'alluvion.
Étymologie: ἐκ, χώννυμι, ἐκχώννυμι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκχώννῠμαι: παθ., ὑψοῦμαι δι’ ἐπισωρεύσεως χώματος, τῆς πόλιος ἐκκεχωσμένης ὑψοῦ Ἡρόδ. 2. 138˙ μάλιστα ἡ ἐν Βουβάστι πόλις ἐξεχώσθη, ἐκτίσθη ἐπὶ ὑψηλοῦ χώματος, αὐτόθι 137. ΙΙ. ἐπὶ κόλπου θαλάσσης, πληρουμένου διὰ τῆς ἰλύος ποταμοῦ, αὐτόθι 11.
Greek Monotonic
ἐκχώννῠμαι: παρακ. -κέχωσμαι, αόρ. αʹ ἐξεχώσθην — Παθ., υψώνομαι πάνω σε ανάχωμα ή γήλοφο μέσω της συσώρευσης χώματος, σε Ηρόδ.