ἀστίτης
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, (ἄστυ) townsman, citizen, S.Fr.92; spelt ἀστείτης in CIG2134b23.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Prosodia: [ῑ]
ciudadano οὐ γάρ τι θεσμὰ τοῖσιν ἀστίταις πρέπει S.Fr.92, cf. 93, St.Byz.s.u. ἄστυ.
German (Pape)
[Seite 376] ὁ, der Bürger, Städter, Soph. frg. 81. 82.
Russian (Dvoretsky)
ἀστίτης: ου (ῑ) ὁ горожанин, гражданин Soph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστίτης: [ῑ], -ου, ὁ, (ἄστυ) ἀστός, κάτοικος τοῦ ἄστεως, πολίτης Σοφ. Ἀποσπ. 81˙ γράφεται δὲ ἀστείτης ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2134 β, 23.
Greek Monolingual
ἀστίτης, ο (Α)
ο αστός, ο πολίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ κατά το πολ-ίτης].