ἀσόλοικος
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
ἀσόλοικον,
A not barbarous, S.Fr.629.
2 correct, without solecism, Zeno Stoic. 1.23. Adv. ἀσολοίκως AB452.
II metaph., uncorrupted, unspoiled, κρέας Eub.7.8; ἀ. παιδιά not coarse, refined, Plu.Cleom.13; of persons, unexceptionable, Phld.Acad.Ind.p.52 M. Adv. ἀσολοίκως Id.Vit.p.7J.
Spanish (DGE)
-ον
I 1gram. carente de errores, correcto, exacto τοὺς τῶν ἀσολοίκων λόγους Zeno Stoic.1.23.
2 fig. de pers. educado, correcto S.Fr.629, κατὰ τὴν ἐπιχείρησιν ἀ. ἦν Phld.Acad.Ind.52, παιδιά Plu.Cleom.13.
3 de alimentos sencillo, no elaborado κρέας ... ἑφθὸν ἀσόλοικον Eub.6.
II adv. ἀσολοίκως
1 educadamente Phld.Vit.7.
2 correctamente, AB 452.33.
3 sin afectación Phot.α 2981.
German (Pape)
[Seite 372] dasselbe, Soph. frg. 555, Hesych. προσηνές, οὐ βάρβαρον, vgl. Plut. Cleom. 13; Eubul. bei Ath. II, 63 d κρέας βόειον ἑφθὸν ἀσ., nicht durch künstliche Zubereitung verderbt.
Russian (Dvoretsky)
ἀσόλοικος:
1 свободный от солецизмов, т. е. (о языке) чистый, правильный, безупречный (λόγοι Diog. L.);
2 не содержащий ничего грубого, изящный (παιδιά Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσόλοικος: -ον, ὁ ἄνευ σολοικισμοῦ, «ἔφασκε δὲ τοὺς μὲν τῶν ἀσολοίκων λόγους, καὶ ἀπηρτισμένους, ὁμοίους εἶναι τῷ ἀργυρίῳ τῷ Ἀλεξανδρινῷ· εὐοφθάλμους μὲν καὶ περιγραμμένους, καθὰ καὶ τὸ νόμισμα, οὐδὲν δὲ διὰ ταῦτα βελτίονας» Διογ. Λ. π. Ζήνωνος 7. 18· «ἀσόλοικον· ἥμερον, προσηνές, οὐ βάρβαρον, Σοφοκλῆς Τρωΐλῳ» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 555): - Ἐπιρρ. ἀσολοίκως, «ἀσολοίκως· τὸ ἀφελῶς» Α. Β. 452, 33. ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ κρέατος, ἁγνόν, οὐχὶ κεκαρυκευμένον, κρέας βόειον ἑφθὸν ἀσόλοικον μέγα Εὔβουλ. ἐν «Ἀμαλθείᾳ» 1. 8· ἀσ. παιδιά, οὐχὶ ἄγροικος, φιλόκαλος, τήν τε παιδιὰν ἐπίχαριν καὶ ἀσόλοικον ἐχόντων Πλουτ. Κλεομ. 13.
Greek Monolingual
ἀσόλοικος, -ον (Α) σόλοικος
1. ο μη βάρβαρος, ο πολιτισμένος
2. (για παιδιά) ο φιλόκαλος, ο ευπρεπής
3. (για κρέας) σκέτο, χωρίς καρυκεύματα
4. σωστός, χωρίς σολοικισμούς.