εὐκινησία

From LSJ
Revision as of 07:21, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκῑνησία Medium diacritics: εὐκινησία Low diacritics: ευκινησία Capitals: ΕΥΚΙΝΗΣΙΑ
Transliteration A: eukinēsía Transliteration B: eukinēsia Transliteration C: efkinisia Beta Code: eu)kinhsi/a

English (LSJ)

ἡ,
A ease of motion, mobility, Antyll. ap. Stob.4.37.16; μελῶν Herod.Med. ap. Orib.5.27.20; τροχιλιῶν Orib.49.4.34; πυρός Simp.in Cael.662.20; βάσεως Artemo 12; mobility of troops, Plb.8.26.3, D.S.3.49 (pl.): generally, Dam.Pr.287.
2 mobility of mind, τῆς ψυχῆς αἱ εὐ. Epicur.Ep.1p.20U., cf. Phld.Ir.p.72 W., Ath.Mech. 32.1.

German (Pape)

[Seite 1074] ἡ, Leichtigkeit der Bewegung, Beweglichkeit, Behendigkeit, τῆς βάσεως Artemon. Ath. XIV, 637 e; Pol. 8, 28. Auch auf den Geist übertr., Sp.

Russian (Dvoretsky)

εὐκῑνησία: ἡ (чрезвычайная) подвижность Polyb., Diog. L., pl. Diod.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκῑνησία: ἡ, εὐκολία κινήσεως, εὐκινησία, Ἄντυλλ. παρὰ Στοβ. 547. 3, Πολύβ. 8. 28, 3· ἡ τῆς βάσεως εὐκινησία τῷ ποδὶ ψαυομένη Ἀρτέμων παρ’ Ἀθην. 637Α: ἐν τῷ πληθ., Διόδ. 3. 49. 2) ἐπὶ παθ. σημασ., Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 63.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐκινησία) ευκίνητος
1. η ιδιότητα του ευκινήτου, η ευκολία στην κίνηση («τῶν πεζῶν τοὺς διαφέροντας εὐκινησίᾳ καὶ τόλμῃ», Διόδ.)
2. η ευστροφία της διάνοιας, της σκέψης.