ξενηλατέω
τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν → it is the spirit that quickeneth; the flesh profiteth nothing (1 John 6:63)
English (LSJ)
banish foreigners, in Pass., Ar.Av.1013, Plb.9.29.4, D.S.40.3.
German (Pape)
[Seite 276] Fremde vertreiben; ὥσπερ ἐν Λακεδαίμονι ξενηλατοῦνται, Ar. Av. 1012; Sp., ἐκ πάσης ἐξενηλατοὖντο τῆς Ἑλλάδος, Pol. 9, 29, 4; übtr., Plut. Symp. 8, 7, 2.
French (Bailly abrégé)
ξενηλατῶ :
bannir les étrangers.
Étymologie: ξένος, ἐλατός, au sens de ἐλατήριος.
Russian (Dvoretsky)
ξενηλᾰτέω: изгонять чужеземцев (ὥσπερ ἐν Λακεδαίμονι Arph.; ἐκ πάσης τῆς Ἑλλάδος Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ξενηλᾰτέω: ἐκδιώκω, ἐξορίζω τοὺς ξένους, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1013, Πολύβ. 9. 29, 4.
Greek Monotonic
ξενηλᾰτέω: (ἐλαύνω), μέλ. -ήσω, εκδιώκω, εξοστρακίζω, εξορίζω τους ξένους, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ξενηλᾰτέω, fut. ξενηλᾰτήσω ἐλαύνω
to banish foreigners, Ar.