προσκαθίστημι

From LSJ
Revision as of 07:40, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκαθίστημι Medium diacritics: προσκαθίστημι Low diacritics: προσκαθίστημι Capitals: ΠΡΟΣΚΑΘΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: proskathístēmi Transliteration B: proskathistēmi Transliteration C: proskathistimi Beta Code: proskaqi/sthmi

English (LSJ)

supply labour besides, τὰ ἐλλείποντα σώματα PPetr.2p.7 (iii B.C.); appoint besides, στρατηγόν D.S.13.80, cf. Plu. Num.7:—also in aor.Med., καινὰ ἕτερα [τέλη] D.C.66.8, etc.; arrange besides, τὰ ἐν Πόντῳ προσκατεστήσατο Id.42.46.

German (Pape)

[Seite 767] (s. ἵστημι), noch dazu einsetzen, τοῖς οὖσιν ἱερεῦσι τρίτον προσκατέστησεν, Plut. Num. 7; auch = in seine Gewalt bringen, LXX.

French (Bailly abrégé)

f. προσκαταστήσω, ao. προσκατέστησα, etc.
établir ou instituer en outre : τινί, outre qqn ou qch.
Étymologie: πρός, καθίστημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-καθίστημι naast... aanstellen, met acc. en dat.: τοῖς οὖσιν ἱερεῦσι Διὸς καὶ Ἄρεως τρίτον Ῥωμύλου προσκατέστησεν naast de al bestaande priesters van Zeus en Mars stelde hij als derde een priester van Romulus aan Plut. Num. 7.9.

Russian (Dvoretsky)

προσκαθίστημι: сверх того ставить, дополнительно назначать (τοῖς οὖσι ἱερεῦσι τρίτον Plut.; ἄλλον στρατηγόν Diod.).

Greek Monolingual

Α καθίστημι
1. καθιστώ, διορίζω επί πλέονπροσκαθίστημι στρατηγόν», Διόδ.)
2. διευθετώ, τακτοποιώ επί πλέον
3. συγκαταριθμώ, συνυπολογίζω («ἐνόχους ἐν τούτῳ προσκατακτήσας καὶ τοὺς ἐμοὺς κληρονόμους», πάπ.).

Greek Monotonic

προσκαθίστημι: μέλ. -στήσω, στήνω, βάζω δίπλα, διορίζω επιπλέον, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

προσκαθίστημι: καθιστῶ, διορίζω προσέτι, στρατηγὸν Διόδ. 13. 80, Πρβλ. Πλουτ. Ρωμ. 7· ― οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσῳ ἀορ., Δίων Κ. 66. 8, κτλ.· τακτοποιῶ, διευθετῶ προσέτι, τὰ ἐν Πόντῳ προσκατεστήσατο ὁ αὐτ. 42. 46.

Middle Liddell

fut. -στήσω
to appoint besides, Plut.