ἀμφιάζω

From LSJ
Revision as of 07:50, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιάζω Medium diacritics: ἀμφιάζω Low diacritics: αμφιάζω Capitals: ΑΜΦΙΑΖΩ
Transliteration A: amphiázō Transliteration B: amphiazō Transliteration C: amfiazo Beta Code: a)mfia/zw

English (LSJ)

Plu.CG2 (v.l.): fut. -άσω Alciphr.3.42: aor. ἠμφίασα AP7.368 (Eryc.), OGI200.24 (Axum), Polyaen.1.27.2 (v.l.), (μετ-) Philostr.Her.Prooem.2: pf. ἠμφίακα (συν-) Clearch.25:—Med., fut. -άσομαι (μετ-) Luc.Herm.86 codd.: aor. ἠμφιασάμην Apollod. 2.1.2, etc.: pf. ἠμφίασμαι in med. sense (μετ-) D.S.16.11 (v.l.):—ἀμφιέζω is a common v.l.: (perhaps from ἀμφί, as ἀντιάζω from ἀντί):—later word for ἀμφιέννυμι, ciothe, τινά Plu.l.c.; ἱματίοις τινά Alciphr. l.c.: metaph., of the grave, ὀστέα ἠμφίασεν APl.c.; σοφίαν ἀσαφείᾳ Them.Or.20.235a:—Med., put on, ἀμφιάσασθαί τι LXX Jb.40.10, Apollod. l. c.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἀμφιέζω An.Ox.2.338, 339
• Morfología: [fut. ἀμφιάσω Alciphr.3.6.3; aor. ἠμφίασα AP 7.368 (Eryc.); aor. med. ἠμφιασάμην Apollod.2.1.2; fut. pas. ἀμφιασθήσ[ον] ται PMur.115.9 (II a.C.); subj. aor. pas. ἀμφιασθῇ Mac.Aeg.M.34.461A]
I 1vestir c. ac. de pers. y dat. instrum. ἀμφιάσει με ἱματίοις Alciphr.3.6
c. ac. de pers. vestir, proporcionar vestidos ἀμφιάσαντες αὐτούς SB 6949.24 (IV a.C.), αὐτὴν ... ἀμφιάζεσθαι PIand.62.14 (VI a.C.), fig. τὸν χόρτον ... ὁ θεὸς ... ἀμφιάζει Eu.Luc.12.28
c. ac. int. ἐσθῆτα ἀμφιάσαι Ach.Tat.5.17.10, cf. Polyaen.1.27.2
pas. ἀμφιασθήσονται PMur.l.c., cf. 116 a 9.
2 fig. cubrir, revestir ὀστέα ... ἠμφίασεν de la tumba AP 7.368 (Eryc.), (σοφίαν) ἠμφίασεν ἀσαφείᾳ Them.Or.20.235a, ὁ δὲ Θεὸς ... ἡμᾶς ... τῇ αὐτοῦ δόξῃ ἀμφιάσειεν Chrys.M.62.374.
II v. med.
1 vestirse, ponerse c. ac. int. ἐσθῆτας ἀμφιασάμενοι I.BI 7.131, σάκκους I.AI 10.11, στολισμὸν ἱερόν I.AI 19.314, τὴν ... δοράν Apollod.2.1.2.
2 fig. revestirse ἠμφιασάμην δὲ κρῖμα ἴσα διπλοΐδι LXX Ib.29.14, δόξαν δὲ καὶ τιμὴν ἀμφίεσαι LXX Ib.40.10.
• Etimología: Refección tardía de ἀμφιέννυμι sobre los verbos en -άζω.

German (Pape)

[Seite 136] umhüllen, Sp.; aor. ἠμφίασα, Eryc. 12 (VII, 368).

French (Bailly abrégé)

vêtir.
Étymologie: cf. ἀμφιέννυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιάζω: окутывать, окружать, покрывать (θανούσης ὀστέα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιάζω: Πλουτ. Γ. Γράκχ. 2: μέλλ. -άσω Ἀλκίφρ. 3. 42: ἀόρ. ἠμφίασα Ἀνθ. Π. 7. 368, Συλλ. Ἐπιγρ. 5128. 25, Πολύαιν.: πρκμ. ἠμφίακα (συν-) Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 256F.: - Μέσ., μέλλ. -άσομαι (μετ-) Λουκ.: ἀόρ. ἠμφιασάμην Ἀπολλόδ. 2. 1, 2, κτλ.: πρκμ. ἠμφίασμαι μετὰ μέσ. σημασ. (μετ-) Διόδ. 16. 11: - ἀμφιέζω εὕρηται κοινῶς ὡς διάφ. γραφὴ παρὰ Πλουτ., κτλ.: - πρβλ. ἀπ-, μετ-, συναμφιάζω: (ἐκ τῆς προθ. ἀμφί, ὡς τὸ ἀντιάζω ἐκ τῆς ἀντί). Λέξις μεταγεν. συγγραφ. ἀντὶ τοῦ ἀμφιέννυμι, περιβάλλω τινὰ δι’ ἱματίων, τινί τι Θεμίστ.: - Μέσ., ἀμφιάσασθαί τι Ἑβδ. (Ἰώβ. μ΄, 5), Ἀπολλόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ. ΙΙ. ἐνδύω, τινὰ Πλούτ. ἔνθ’ ἀνωτέρω· ἱματίοις τινὰ Ἀλκίφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.: μεταφ. ἐπὶ τάφου, ὀστέα ἠμφίασεν Ἀνθ. Π. ἔνθ’ ἀνωτ.

English (Thayer)

(ἀμφιέζω) (ἀμφιέννυμι) perfect passive ἠμφίεσμαι; (ἕννυμι); (from Homer down); to put on, to clothe: R G; cf. ἀμφιέζω); ἐν τίνι (Buttmann, 191 (166)), Matthew 11:8.

Greek Monolingual

ἀμφιάζω (Α)
(μεταγενέστερο αντί του ἀμφιέννυμι) περιβάλλω με ενδύματα κάποιον ή κάτι, ενδύω, ντύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφὶ- + -άζω, αναλογικά με τα ρ. σε -άζω (πρβλ. λ.χ. ἀντιάζω). Πρόκειται για μεταπλασμένο στους ελληνιστικούς χρόνος τ. του ρ. ἀμφιέννυμι. Παραλλαγή του τ. έχουμε στο ρ. ἀμφιέζω.
ΠΑΡ. ἀμφίασις, ἀμφίασμα.

Greek Monotonic

ἀμφιάζω: ή ἀμφιέζω, αόρ. αʹ ἠμφίᾰσα (ἀμφί), ντύνω κάποιον, τινά, σε Πλούτ.· μεταφ. λέγεται για τάφο, ὄστεα ἠμφίασεν, σε Ανθ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: clothe, put on (Alcipht.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Hellenistic innovation for ἀμφιέννυμι beside ἀμφιέζω from aor. ἀμφι-έσαι.

Middle Liddell

ἀμφί
to clothe, τινά Plut.: metaph. of a grave, ὀστέα ἠμφίασεν Anth.

Frisk Etymology German

ἀμφιάζω: {amphiázō}
Grammar: v.
Meaning: bekleiden, anziehen
Derivative: Ableitungen: ἀμφίασις, ἀμφίασμα, ἀμφιασμός Anzug (hell. und spät).
Etymology: hellenistische Neubildung nach den Verba auf -άζω für ἀμφιέννυμι neben ἀμφιέζω vom Aorist ἀμφιέσαι.
Page 1,98