ὑμός
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
[ῡ], ά and ή, όν, Dor. and Ep. for ὑμέτερος,
A your, Il.5.489, 13.815, Od.1.375, 2.140, Hes.Th.662, SIG685.127 (Crete, ii B. C.).
II also for σός, Pi.P.7.15, 8.66, Orac. ap. D.S.8.29. Cf. ἁμός (A).
German (Pape)
[Seite 1179] dor. u. ep. = ὑμέτερος, euer; Hom.; Pind. P. 7, 17. 8, 66. – Vgl. ἁμός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
dor. et épq. c. ὑμέτερος.
Russian (Dvoretsky)
ὑμός: (ῡ) эп.-дор.
1 Hom., Hes., Pind. = ὑμέτερος;
2 Pind. = σός.
Greek (Liddell-Scott)
ὑμός: [ῡ], ά, καὶ ή, όν, Δώρ. καὶ Ἐπικ. ἀντὶ ὑμέτερος, Ἰλ. Ε. 489, Ν. 815, Ὀδ. Α. 375, Β. 140, Ἡσ. Θεογ. 662. ΙΙ. Παρὰ Πινδ. ὡσαύτως ἀντὶ τοῦ σός, ΙΙ. 7. 15., 8. 95. - Πρβλ. ἀμός.
English (Slater)
ῡμός = ὑμέτερος σὺν ἑορται-ς ὑμαῖς (for Apollo and Artemis) (P. 8.66) ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι, ὦ Μεγάκλεες, ὑμαί τε καὶ προγόνων (i. e. of your family and forebears) (P. 7.17)
Greek Monolingual
-ή, -όν, και αιολ. τ. ὔμμος, -α, -ον, Α
1. υμέτερος, δικός σας
2. δικός σου («ὦ Μεγάκλεες, ὑμαί τε καὶ προγόνων», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑμ(ε)- του ὑμεῖς (πρβλ. ἡμός / ἐμός)].
Greek Monotonic
ὑμός: [ῡ], -ά και -ή, -όν, Δωρ. και Επικ. αντί ὑμέτερος,
I. δικός σας, σε Όμηρ., Ησίοδ.
II. σε Πίνδ. επίσης αντί του σός.
Middle Liddell
[doric and epic for ὑμέτερος
I. your, Hom., Hes.
II. in Pind. also for σός.