διείρομαι
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
English (LSJ)
v. διέρομαι (ask closely, question closely, ask).
Spanish (DGE)
v. διέρομαι.
German (Pape)
[Seite 618] u. διειρύω, s. διέρομαι u. διερύω.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
demander : τι, qch ; τινά τι, qch à qqn.
Étymologie: διά, εἴρομαι.
2Pass. de διείρω.
English (Autenrieth)
inquire of or question fully, τὶ, and τινά τι.
Greek Monotonic
διείρομαι: απαρ. αορ. βʹ δι-ερέσθαι, ανακρίνω, εξετάζω εξονυχιστικά, σε Όμηρ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
διείρομαι:
I med.-pass. к διείρω.
II и διέρομαι расспрашивать (τινά τι Hom.).