ἐρευθέδανον
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
English (LSJ)
τό, madder, Rubia tinctorum, Hdt.4.189; of the wild form, Rubia tinctorum, Thphr. HP 9.13.6, Dsc.3.143 (ἐρευθέδανος ῥίζα Ps.-Dsc. ibid.): hence, dye made therefrom, PHolm.26.36.
German (Pape)
[Seite 1026] τό, Färberröte, Krapp, Her. 4, 189; Theophr. – Über den Accent vgl. Lob. zu Soph. Ai. p. 403.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
garance, plante qui sert à teindre en rouge.
Étymologie: ἔρευθος.
Russian (Dvoretsky)
ἐρευθέδᾰνον: τό бот. марена красильная (Rubia tinctorum) или (естественный) ализарин, крапп: κεχριμένος ἐρευθεδάνῳ Her. окрашенный мареной.
Greek Monolingual
ερυθρόδανο, το (AM ἐρυθρόδανον και ἐρευθέδανον
Α και ἐρυθρόδανος, ἡ
Μ και ἐρυθρύδανον, το)
1. το φυτό ερυθρόδανο το βαφικό, ριζάρι, της οικογένειας ρουβιίδες, από τη ρίζα του οποίου έπαιρναν κόκκινη χρωστική ουσία
2. το κόκκινο χρώμα της ρίζας του φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -δανον ή -δανός, το οποίο αποτελεί παρέκταση του ονοματικού επιθήματος -δών, -δονος (πρβλ. αλγηδών, τερηδών κ.ά.)].
Greek (Liddell-Scott)
ἐρευθέδανον: τό, ἐρυθρόδανον, rubiatinctoria, Ἡρόδ. 4. 189, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 6.
Greek Monotonic
ἐρευθέδᾰνον: τό, το φυτό «μαγνόλια», σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἐρευθέδᾰνον, ου, τό,
madder, Hdt. [from ἐρευθέω