ἐρευθέδανον

From LSJ
Revision as of 15:35, 4 April 2024 by Spiros (talk | contribs)

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρευθέδᾰνον Medium diacritics: ἐρευθέδανον Low diacritics: ερευθέδανον Capitals: ΕΡΕΥΘΕΔΑΝΟΝ
Transliteration A: ereuthédanon Transliteration B: ereuthedanon Transliteration C: erefthedanon Beta Code: e)reuqe/danon

English (LSJ)

τό, madder, Rubia tinctorum, Hdt.4.189; of the wild form, Rubia tinctorum, Thphr. HP 9.13.6, Dsc.3.143 (ἐρευθέδανος ῥίζα Ps.-Dsc. ibid.): hence, dye made therefrom, PHolm.26.36.

German (Pape)

[Seite 1026] τό, Färberröte, Krapp, Her. 4, 189; Theophr. – Über den Accent vgl. Lob. zu Soph. Ai. p. 403.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
garance, plante qui sert à teindre en rouge.
Étymologie: ἔρευθος.

Russian (Dvoretsky)

ἐρευθέδᾰνον: τό бот. марена красильная (Rubia tinctorum) или (естественный) ализарин, крапп: κεχριμένος ἐρευθεδάνῳ Her. окрашенный мареной.

Greek Monolingual

ερυθρόδανο, το (AM ἐρυθρόδανον και ἐρευθέδανον
Α και ἐρυθρόδανος, ἡ
Μ και ἐρυθρύδανον, το)
1. το φυτό ερυθρόδανο το βαφικό, ριζάρι, της οικογένειας ρουβιίδες, από τη ρίζα του οποίου έπαιρναν κόκκινη χρωστική ουσία
2. το κόκκινο χρώμα της ρίζας του φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -δανον ή -δανός, το οποίο αποτελεί παρέκταση του ονοματικού επιθήματος -δών, -δονος (πρβλ. αλγηδών, τερηδών κ.ά.)].

Greek (Liddell-Scott)

ἐρευθέδανον: τό, ἐρυθρόδανον, rubiatinctoria, Ἡρόδ. 4. 189, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 6.

Greek Monotonic

ἐρευθέδᾰνον: τό, το φυτό «μαγνόλια», σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἐρευθέδᾰνον, ου, τό,
madder, Hdt. [from ἐρευθέω