τρίφυλος
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
English (LSJ)
[ῐ], ον, of three tribes, πόλις D.H.4.14; τριφύλους ποιῆσαί τινας divide them into three tribes, Hdt.4.161.
German (Pape)
[Seite 1149] von drei Zünften, Stämmen, aus so vielen bestehend; τριφύλους ποιεῖν, in drei φυλαί teilen, Her. 4, 161; D. Hal. 4, 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se compose de trois tribus.
Étymologie: τρεῖς, φυλή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρίφυλος -ον [τρι-, φυλή] uit drie stammen bestaand.
Russian (Dvoretsky)
τρίφῡλος: состоящий из трех фил: τριφύλους ποιέειν τινάς Her. делить кого-л. на три филы.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που αποτελείται από τρία φύλα, που έχει τρεις φυλές («πόλις τρίφυλος», Δίον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -φυλος (< φυλή), πρβλ. ἀλλόφυλος].
Greek Monotonic
τρίφῡλος: [ῐ], -ον (φυλή), αυτός που προέρχεται από τρεις φυλές, τριφύλους ποιέειν, να τους διαιρέσεις σε τρεις φυλές, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
τρίφῡλος: -ον, ὁ ἐκ τριῶν φυλῶν, πόλις Διον. Ἁλ. 4. 14· τριφύλους ποιέειν τινάς, διαιρεῖν αὐτοὺς εἰς τρεῖς φυλάς, Ἡρόδ. 4. 161.
Middle Liddell
τρί-φῡλος, ον, φυλή
of three tribes, τριφύλους ποιέειν to divide into three tribes, Hdt.