ἀπομοίρια
From LSJ
ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking
English (LSJ)
τά, portion dedicated to a god, AP6.187 (Alph.).
Spanish (DGE)
-ων, τά
porciones consagradas a un dios AP 6.187 (Alph.).
German (Pape)
[Seite 315] τά, ἁλίων, Anteil am Fischfang, Alph. Mityl. 2 (VI, 187).
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
part prélevée.
Étymologie: ἀπόμοιρα.
Russian (Dvoretsky)
ἀπομοίρια: τά участие, доля (ἁλίων Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπομοίρια: τά, μέρη, Ἀνθ. Π. 6. 187.
Greek Monotonic
ἀπομοίρια: τά (μοῖρα), μερίδιο, σε Ανθ.