πυριατήριον

From LSJ
Revision as of 07:49, 10 April 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Theil" to "Teil")

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠριᾱτήριον Medium diacritics: πυριατήριον Low diacritics: πυριατήριον Capitals: ΠΥΡΙΑΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: pyriatḗrion Transliteration B: pyriatērion Transliteration C: pyriatirion Beta Code: puriath/rion

English (LSJ)

(Ion. πυριητήριον Hp.Steril.230), τό,
A vapour-bath, heated by a furnace, Eup.128, Arist.Pr.869a19, IG5(1).938 (Cythera, iii B.C.), Plu.Cim.1; τὸ π. τὸ Λακωνικόν, Lat. Laconicum, D.C.53.27; π. τὸ ἐκ τῆς σικύης Hp. l.c.
2 π. φακωτά bean-shaped hot-water bottles, Archig. ap. Aët. 9.28.

German (Pape)

[Seite 822] τό, der Ort, wo die Schwitzbäder gebraucht wurden, sudatio; Eupol. bei Poll. 9, 43; Arist. probl. 2, 29. 32; bei Plut. Cimon. 1 als ein Teil des Gymnasiums genannt.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
étuve, lieu chauffé pour provoquer la sueur.
Étymologie: πῦρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυριᾱτήριον -ου, τό [πυρία] stoombad.

Russian (Dvoretsky)

πῠριᾱτήριον: τό паровая баня, парильня Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

πῠριᾱτήριον: τό, (πυριάω) λουτρὸν δι’ ἀτμοῦ, Λατ. sudatio, sudatorium, ἐθερμαίνετο δὲ τοῦτο διὰ καμίνου κάτωθεν (ἴδε ὑπόκαυστον), Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 30, Ἀριστ. Προβλ. 9. 29, 32, Πλουτ. Κίμων 1· τὸ π. τὸ Λακωνικόν, λατ. Laconicum, Δίων Κ. 53. 27.

Greek Monotonic

πῠριᾱτήριον: τό (πυριάω), λουτρό με ατμό, που θερμαίνεται από ένα καμίνι στο κάτω μέρος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

πῠριᾱτήριον, ου, τό, πυριάω
a vapour-bath, heated by a furnace underneath, Plut.